ἀδείμαντος

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδείμαντος Medium diacritics: ἀδείμαντος Low diacritics: αδείμαντος Capitals: ΑΔΕΙΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: adeímantos Transliteration B: adeimantos Transliteration C: adeimantos Beta Code: a)dei/mantos

English (LSJ)

ον, (δειμαίνω) A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.; ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh.697: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers.162. Adv. -τως Id.Ch.771. 2 where no fear is, οἰκία Luc.Philops.31.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene miedo, valiente σπέρμ' ἀδείμαντον de Heracles, Pi.N.10.17, ἀ. παῖς Pi.I.1.12, ἦλθ' ἀδειμάντῳ ποδί E.Rh.696, cf. Nonn.D.22.35, φωνή Nonn.Par.Eu.Io.5.12
de cosas οἰκία Luc.Philops.31.
2 adv. ἀδειμάντως = valerosamente A.Ch.771, Pamph.Mon.Soter.37.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne s'effraie pas : ἀδείμαντος ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;
2 où il n’y a rien à craindre.
Étymologie: , δειμαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀδείμαντος:
1) безбоязненный, неустрашимый (παῖς Pind.): οὐκ ἀ. ἑαυτοῦ Aesch. боящийся за себя; ὅστις ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ ποδί Eur. который бесстрашно прошел;
2) не внушающий страха, безопасный (οἰκία Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀδείμαντος: -ον, (δειμαίνω) ἄφοβος, ἀκατάπληκτος, Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, ἄνευ φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) ἔνθα οὐδεὶς ἔγκειται φόβος, ὁ μὴ παρέχων φόβον, οἰκία, Λουκ. Φιλόψ. 31.

English (Slater)

ᾰδείμαντος fearless, of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)

Greek Monotonic

ἀδείμαντος: -ον (δειμαίνω),
1. άφοβος, ατρόμητος, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. ἀδειμάντως, σε Αισχύλ.
2. εκεί όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται φόβος, αυτός που δεν προξενεί φόβο· οἰκία, σε Λουκ.

Middle Liddell

δειμαίνω
1. fearless, dauntless, Pind., etc.:—adv. -τως, Aesch.
2. where no fear is, οἰκία Luc.

German (Pape)

frei von Furcht, unerschrocken, Pind. παῖς I. 1.12; σπέρμα N. 10.17; οὐκ ἐμαυτῆς οὖσ' ἀδ. Aesch. Pers. 158; πούς Eur. Rhes. 697.
• Adv. ἀδειμάντως, Aesch. Ch. 760.