συνομαρτέω

From LSJ
Revision as of 16:58, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομαρτέω Medium diacritics: συνομαρτέω Low diacritics: συνομαρτέω Capitals: ΣΥΝΟΜΑΡΤΕΩ
Transliteration A: synomartéō Transliteration B: synomarteō Transliteration C: synomarteo Beta Code: sunomarte/w

English (LSJ)

follow along with, attend on, τινι Sol.13.55, Perict. ap. Stob.4.28.19, Aret.SD1.9, Jul.Or.7.210a: abs., σὺν δ' ὁμαρτοῦσιν φίλοι E.Or.950.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner.
Étymologie: σύν, ὁμαρτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομαρτέω [σύν, ὁμαρτέω] begeleiden, met dat.; abs.

Russian (Dvoretsky)

συνομαρτέω:
1) сопровождать (σὺν᾽ δ᾽ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Eur.);
2) следовать: σ. τινι Plut. следовать за чем-л.

Greek Monotonic

συνομαρτέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοινού, παρακολουθώ, τινί, σε Σόλωνα· απόλ., σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνομαρτέω: συνακολουθῶ, τινι Σόλων 5. 55· συγγενέσι τε καὶ φίλοισι ξυνομαρτέουσα Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 56· ἀπολ., ξὺν δ’ ὁμαρτοῦσιν φίλοι Εὐρ. Ὀρ. 950.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow along with, attend on, τινί Solon.; absol., Eur.

German (Pape)

mit od. zugleich folgen; Plut. an seni 6; Clem.Al.