κορωνιάω

From LSJ
Revision as of 19:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "VLL</i>" to "Vetera Lexica</i>")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνιάω Medium diacritics: κορωνιάω Low diacritics: κορωνιάω Capitals: ΚΟΡΩΝΙΑΩ
Transliteration A: korōniáō Transliteration B: korōniaō Transliteration C: koroniao Beta Code: korwnia/w

English (LSJ)

of a horse, A arch the neck, AP9.777 (Phil.); of a man, to be ambitious, Plb.27.15.6; κ. καὶ γαυριῶντα D.Chr.78.33. II κορωνιόωντα πέτηλα curving leaves, Hes.Sc.289.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se recourber;
2 relever la tête ; faire le fier.
Étymologie: κορώνη¹.

Russian (Dvoretsky)

κορωνιάω:
1) изгибать, загибаться: κορωνιόωντα (v.l. κορυνιόεντα) πέτηλα Hes. изогнутые листья;
2) высоко держать голову (ὁ πῶλος κορωνιῶν Anth.);
3) гордиться, чваниться (πρός τινα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνιάω: μέλλ. -άσω, (κορωνὸς) ἐπὶ ἵππου, κάμπτω, κυρτώνω τὸν τράχηλον, ὑψαυχενίζω, Ἀνθ. Π. 9. 777· πρβλ. κορωνίδης· ― ἐπὶ ἀνθρώπου ὡς τὸ γαυριάω, κορδώνομαι, ὑπερηφανεύομαι, Πολύβ. 27. 13, 6.

Greek Monotonic

κορωνιάω: μέλ. -άσω (κορωνός), κυρτώνω τον λαιμό, λυγίζω τον τράχηλο, σε Ανθ.

Middle Liddell

κορωνιάω, fut. -άσω κορωνός
to arch the neck, Anth.

German (Pape)

1 eine κορώνη bilden, sich krümmen, κορωνιόωντα πέτηλα, gebogene Blätter, Hes. Sc. 289, v.l. für κορυνιόωντα.
2 vom Stiere, Hals und Hörner hoch tragen, als Ausdruck des Mutes, Vetera Lexica erkl. γαυριᾶν; ὁ πῶλος κορωνιῶν ἕστηκε Philp. 50 (IX.777); übertragen von Menschen, stolz tun, sich brüsten, Pol. 27.13.6.