γενέτης

From LSJ
Revision as of 14:05, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενέτης Medium diacritics: γενέτης Low diacritics: γενέτης Capitals: ΓΕΝΕΤΗΣ
Transliteration A: genétēs Transliteration B: genetēs Transliteration C: genetis Beta Code: gene/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A begetter, ancestor, E.Or.1011 (anap.), Call.Epigr. 23.2; father, IG3.1335, 12(7).115 (Amorgos); γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα, i.e. the tomb of my fathers, BMus.Inscr.2.179,al.: in plural, parents, IG4.682 (Hermione): generally, author, Epigr.Gr.979.4 (Philae). 2 son, ὁ Διὸς γ. S.OT472; ὁ ἐμὸς γ. E.Ion916 (lyr.). II as adjective, = γενέθλιος, θεοί A.Supp.77 (lyr.), E.Ion 1130. 2 produced, ὁ Νεῖλος θέρει γ. Olymp.in Mete.94.9.

Spanish (DGE)

-ου
• Alolema(s): γενέτας E.Or.1011
• Morfología: [plu. dat. γενέτῃσιν Hp.Iusi.1]
I 1ancestral θεοί A.Supp.77.
2 que favorece la procreación θεοί E.Io 1130
creador, engendrador εἷς δαίμων μέγας γ., ἀρχὸς ἁπάντων Orác. en Orph.Fr.169.1, διότι καὶ ὁ Νεῖλος θέρει γ. ἐστί Olymp.in Mete.94.9.
II subst. ὁ γ.
1 padre εἰς ἐμὲ καὶ γενέταν ἐμόν E.l.c., Καλλιμάχου ... παῖδα τε καὶ γενέτην Call.Epigr.21.2, πάτραν καὶ γενέτην ἔνεπε sobre una tumba IMEG 43.2 (I a.C.), cf. Orph.A.151, IG 22.7447.13 (II d.C.), 12(7).115.16 (Amorgos II/I a.C.), TAM 3.66.4 (Termeso III d.C.)
plu. progenitores, padres (padre y madre) ἡγήσασθαί τε τὸν διδάξαντά με ... ἶσα γενέτῃσιν ἐμοῖσιν Hp.l.c., cf. IG 4.682.14 (Hermíone III a.C.), GVI 1026.5 (Tracia II d.C.)
fig. autor οὗπερ ἔφυν γενέτου ref. a los versos de un epigrama IPh.143.4 (I a.C.), τίς καρπῶν γενέτης; Hymn.Mag.1.2.
2 hijo ὁ Διὸς γ. S.OT 470, cf. E.Io 916.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ, 1) der Erzeuger, Vater, Eur. Or. 1010 Tr. 1288 u. sp. D., wie Diogen. ep. (VII, 613). – 2) der Erzeugte, Sohn, Soph. O. R. 470; Eur. Ion. 916. – Als adj. = γενέθλιος; θεοί, Stammgötter, Urheber des Geschlechts, Aesch. Suppl. 77; Eur. Ion. 1149.

French (Bailly abrégé)

ου;
I. adj. m. qui préside à la naissance;
II. subst.γενέτης :
1 père;
2 fils.
Étymologie: γίγνομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενέτης -ου, ὁ, Dor. γενέτας γενετή
1. verwekker, vader; plur. ouders.
2. zoon:. Διὸς γ. zoon van Zeus Soph. OT 470.
3. adj. geboorte-:. θεοὶ γενέται geboortegoden Aeschl. Suppl. 77.

Russian (Dvoretsky)

γενέτης: ου adj. m покровительствующий роду, родовой (θεοί Aesch., Eur.).
ου ὁ
1 родитель, отец Eur., Anth.;
2 дитя, сын Soph., Eur.

Greek (Liddell-Scott)

γενέτης: -ου, ὁ, ὁ γεννήσας, πατήρ, πρόγονος, Εὐρ. Ὀρ. 1011, Συλλ. Ἐπιγρ. 765, κ ἀλλ.· κατὰ πληθ., γονεῖς, αὐτόθι 1212· - καθόλου, δημιουργός, παραγωγός, ποιητής τινος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 979. 4· πρβλ. Ἰακ. Α.II. σ. 48. 2) ὁ γεννηθείς, ὁ υἱός, ὁ Διὸς γ. Σοφ. Ο. Τ. 472· ὁ ἐμὸς γ. Εὐρ. Ἴωνι 916· πρβλ. γενέτειρα. ΙΙ. ὠς ἐπίθ. = γενέθλιος, Λατ. gentilis, π.χ. θεοὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 77, Εὐρ. Ἴωνι 1130· πρβλ. γεννήτης.

Greek Monolingual

γενέτης, ο (θηλ. γενέτις, η) (AM)
1. πρόγονος
2. στον πληθ. α) πρόγονοι
β) οι γονείς
αρχ.
1. ο πατέρας
2. ο δημιουργός
3. ο γιος
4. (ως επίθ. θεού) ο γενέθλιος, ο προστάτης του γένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γενέ-της
από τη δισύλλαβη μορφή γενε- (< γεν∂-) της ρίζας γεν- του γίγνομαι].

Greek Monotonic

γενέτης: -ου, ὁ (γείνομαι),
I. 1. γεννήτορας, δημιουργός, πατέρας, πρόγονος, σε Ευρ., και στον πληθ., γονείς, στον ίδ.
2. (γίγνομαι), γεννηθείς, γιος, σε Σοφ., Ευρ.
II. ως επίθ. = γενέθλιος· γενέθλιοι θεοί, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell

[(I.1.) from γείνομαι; (I.2.) from γίγνομαι
I. the begetter, father, ancestor, Eur., and in plural parents, Eur.
2. the begotten, the son, Soph., Eur.
II. as adj., = γενέθλιοι θεοί, Aesch., Eur.