στέφος
English (LSJ)
εος, τό, (στέφω) poet. for στέφανος, A crown, wreath, garland, Emp.112.6, Simon.158, E.IA1512 (lyr.), etc.: pl. στέφη,= στέμματα, A.Ag.1265, Th.101 (lyr.), S.OT913: also in late Prose, Gal.18(1).786, Vett.Val.248.28; τὸ σ. τῶν φιλοσόφων, sc. Zosimus, Olymp. Alch. p.83 B. 2 of libations, A.Ch.95; cf. στέφω 11.3.
German (Pape)
[Seite 940] τό, poet. statt στέφανος, Kranz; μαντεῖα περὶ δέρῃ στέφη, Aesch. Ag. 1238; ξὺν τῷδε θαλλῷ καὶ στέφει, Ch. 1301, vgl. Spt. 97 u. oben στέμμα; Soph. τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, O. R. 913; καλλίνικα στέφη, Eur. Phoen. 865; ἐπὶ κάρα στέφη βαλλομέναν, I. T. 1512, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 couronne;
2 guirlande, bandelette sacrée;
3 ce qu’on répand autour d'une tombe, particul. libation.
Étymologie: στέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στέφος -εος, contr. -ους, τό [στέφω] krans; overdr. eerbewijs (van offerandes of plengoffers voor een dode). Aeschl. Ch. 95. = στέμμα, als herkenningsteken; van priesters lint (wit, van wol); gedragen door smekelingen met linten versierde tak.
Russian (Dvoretsky)
στέφος: εος τό
1 венок, венец Eur.;
2 гирлянда Aesch., Soph.
Spanish
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ
νεοελλ.
μτφ. δόξα, φήμη («προσμένουσιν / οι ουρανοί το στέφος του / και τ' όνομά του [του ήρωος]», Κάλβ.)
μσν.
εκκλ. το στεφάνι του μαρτυρίου
αρχ.
1. στέφανος, στέμμα («ἐπὶ κάρεα στέφεα βαλομέναν», Ευρ.)
2. σπονδή
3. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. στέφεα
«στεφῶνες
ἐν Ὀποῦν
τι τόπος στεφάνων καλεῖται»
4. φρ. «τὸ στέφος τών φιλοσόφων» — χαρακτηρισμός του Ζωσίμου ως του πρώτου μεταξύ τών φιλοσόφων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ.].
Greek Monotonic
στέφος: -εος, τό (στέφω),
1. στέμμα, στεφάνι, γιρλάντα, κορόνα, σε Ευρ.· πληθ., στέφη = στέμματα, σε Αισχύλ., Σοφ.
2. λέγεται για σπονδές, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
στέφος: -εος, τό (στέφω) ποιητ. ἀντὶ στέφανος, «στεφάνι», Ἐμπεδ. 402, Εὐρ. Ι.Α. 1512, κτλ.· - πληθ. στέφη, = στέμματα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1265, Θήβ. 101, Σοφ. Ο. Τ. 913. 2) ἐπὶ σπονδῶν, Αἰσχύλ. Χο. 95· πρβλ. στέφω ΙΙ. 3. -Καθ’ Ἡσύχ.: «στεφέα· στεφῶνες, ἐν Ὀποῦντι τόπος στεφάνων (Στεφανών;) καλεῖται» Ἡσύχ.
Middle Liddell
στέφος, ος, εος, τό, στέφω
1. a crown, wreath, garland, Eur.; pl. στέφη, = στέμματα, Aesch., Soph.
2. of libations, Aesch.
English (Woodhouse)
chaplet, garland, for the head, of flowers
Léxico de magia
τό cinta ποίει σεαυτῷ στέφανον, περιπλέξας αὐτῷ στέφος, ὅ ἐστιν λευκὸν ἔριον, ἐκ διαστημάτων δεδεμένον φοινικῷ ἐρίῳ hazte una corona, entrelazándole alrededor una cinta de lana blanca, atada a intervalos con lana roja P II 70 ἐπαρτήσεις δὲ καὶ τῷ δωδεκαφύλλῳ κλάδῳ ὁμοίως στέφος de igual forma colgarás también una cinta en la rama de doce hojas P II 73