συνεκκομίζω Search Google

From LSJ
Revision as of 16:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεκκομίζω Medium diacritics: συνεκκομίζω Low diacritics: συνεκκομίζω Capitals: ΣΥΝΕΚΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: synekkomízō Transliteration B: synekkomizō Transliteration C: synekkomizo Beta Code: sunekkomi/zw

English (LSJ)

A help to carry away, αὐτῷ τὴν μητέρα Isoc. 19.20. 2 attend the funeral of, Phylarch.26 J., Plu.CG14:—Pass., Mitt.Ver.Klass.Philol.in Wien 10.122 (Ephesus, i A.D.). II σ. τινὶ κακά, πόνους, Κύπριν, help one in bearing them, E.Or.685, El.73, Hipp. 465.

German (Pape)

[Seite 1012] mit ertragen, κακά Eur. Or. 684, πόνους τινί El. 73.

French (Bailly abrégé)

1 emporter ensemble ou en même temps : τινά τινι une personne avec une autre;
2 aider à porter.
Étymologie: σύν, ἐκκομίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εκκομίζω samen (met...) wegbrengen, helpen weg te brengen, met acc. en dat.:; συνεξεκόμισ’ αὐτῷ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν ἀδελφήν ik heb met hem samen zijn moeder en zuster in veiligheid gebracht Isocr. 19.20; spec. mede begraven, de uitvaart bijwonen (van), mede de laatste eer bewijzen, met acc.; ook pass.. ὑπὸ δήμων τοσούτων συνεκκομιζόμενος van wie de begrafenis door zoveel volkeren werd bijgewoond Plut. Pel. 34.4. samen (met...) dragen, helpen te verdragen of ondergaan, met acc..; χρὴ... τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν men hoort de narigheid van zijn bloedverwanten mee te helpen dragen Eur. Or. 685; met acc. en dat.. πόσους... παισὶ πατέρας... συνεκκομίζειν Κύπριν; hoeveel vaders hebben (denk je) hun zonen geholpen om Aphrodite te verdragen? Eur. Hipp. 465.

Russian (Dvoretsky)

συνεκκομίζω:
1 вместе выносить (покойника), вместе хоронить (τινά Isocr., Plut.);
2 помогать переносить, вместе терпеть (πόνους τινί Eur.);
3 помогать осуществить: σ. τινί τι Eur. содействовать кому-л. в чем-л.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω συγχρόνως
2. φροντίζω από κοινού την εκφορά νεκρού
3. υπομένω, υποφέρω μαζί με κάποιον («δεῖ δή με... μόχθον 'πικουφίζουσαν... συνεκκομίζειν σοὶ πόνους», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, υποφέρω»].

Greek Monotonic

συνεκκομίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ,
I. μεταφέρω έξω, κουβαλώ μαζί με κάποιον, σε Πλούτ.
II. βοηθώ στην επίτευξη, το κατόρθωμα κάποιου πράγματος, συμβάλλω, συντελώ, σε Ευρ.· συνεκκομίζω τινὶ κακά, βοηθώ κάποιον να διαπράξει κακουργήματα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκκομίζω: ἐκκομίζω, κομίζω ἔξω ὁμοῦ, αὐτῷ τὴν μητέρα Ἰσοκρ. 388C· ἐπὶ κηδείας, Φύλαρχ. 25, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 14, πρβλ. συνεκφέρω.
ΙΙ. βοηθῶ εἰς ἐκτέλεσιν, συνεργῶ εἰς κατόρθωσιν, συντελῶ, Εὐρ. Ἱππ. 465· χρή... οὕτω τῶν ὁμαιμόνων κακὰ συνεκκομίζειν, ἐξάγειν ὁμοῦ, συνεξάγειν ἢ ὑποφέρειν ὁμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρέστ. 685· συνεκκομίζειν σοι πόνους Ἠλ. 73.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
I. to carry out along with, Plut.
II. to help in carrying out, help in achieving, Eur.; ς. τινὶ κακά to help one in bearing evils, Eur.