ἀκριτόμυθος

From LSJ
Revision as of 17:19, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῐτόμῡθος Medium diacritics: ἀκριτόμυθος Low diacritics: ακριτόμυθος Capitals: ΑΚΡΙΤΟΜΥΘΟΣ
Transliteration A: akritómythos Transliteration B: akritomythos Transliteration C: akritomythos Beta Code: a)krito/muqos

English (LSJ)

ον, A confusedly babbling, Il.2.246, Ph.1.111. II ὄνειροι ἀ. hard of discernment, Od.19.560.

Spanish (DGE)

(ἀκρῐτόμῡθος) -ον
1 confuso charlatán Θερσίτης Il.2.246, γυνή GDRK 29.55, cf. EM 538.33G.
dicho sin pensar λόγος de un oráculo, op. κεκριμένος Ph.1.111, cf. Ph.1.695.
2 de sentido incomprensible ὄνειρος Od.19.560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à la parole confuse;
2 au langage ou au sens confus;
3 aux propos imprudents.
Étymologie: ἄκριτος, μῦθος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῐτόμῡθος:
1 бессвязно болтающий, говорящий вздор (Θερσίτης Hom.);
2 бессвязный, путаный (ὄνειροι Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, ὁ ἀπερισκέπτως ἢ συγκεχυμένως λαλῶν, Ἰλ. Β. 246· πρβλ. ἄκριτος, Ι.1. ΙΙ. ὄνειροι ἀκρ., δυσερμήνευτοι, Ὀδ. Τ. 560.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀκριτόμυθος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν κρατά μυστικό, που ανακοινώνει τα απόρρητα που του έχουν εμπιστευθεί
αρχ.
1. αυτός που φλυαρεί ανόητα και συγκεχυμένα
2. φρ. «ὄνειροι ἀκριτόμυθοι», όνειρα δυσερμήνευτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκριτος + -μυθος < μῦθος.
ΠΑΡ. μσν. ἀκριτομυθῶ
(μσν. νεοελλ.) ακριτομυθία].

Greek Monotonic

ἀκρῐτόμῡθος: -ον, I. αυτός που φλυαρεί απερίσκεπτα ή συγκεχυμένα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. δυσερμήνευτος, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell


I. recklessly or confusedly babbling, Il.
II. hard of interpretation, Od.

German (Pape)

[ῡ], Hom. zweimal, Il. 2.246 Θερσῖτ' ἀκριτόμυθε, verwirrtes Zeug redend; Od. 19.560 ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι, die schwer zu deuten sind, ἀμήχανοι, weil sie nicht deutlich reden, ἀκριτόμυθοι; – γραῦς Naumach. Stob. Flor. 74.7.