ἀνύποπτος
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
ον, A without suspicion, i.e., 1 Pass., unsuspected, Th.3.43 (Comp.), X.Cyr.5.3.11; λεηλασίαι unexpected, Arr.Tact.17. 5 Adv. -τως unsuspectedly, Aen.Tact.10.20, al., Men.666. 2 free from risk, κίνησις Sor.1.55; θάνατος Phld.Sto.Herc.339.4. 3 Act., unsuspecting, πράξεως Plb.8.27.2, Plu.Brut.8. Adv. -τως Th. 1.146; ἀ. ἔχειν Arist.Top.156b18; unhesitatingly, Plu.2.614b.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 no sospechoso, libre de sospecha X.Cyr.5.3.11.
2 que no sospecha τῆς ... ὅλης πράξεως Plb.8.27.2, Καῖσαρ Plu.Brut.8, τὸ τῆς ἡλικίας ἄλλοις ἀνύποπτον ἦν el hecho de nuestra edad eliminaba toda desconfianza por parte de otros X.Eph.3.2.4.
II de abstr.
1 que no ofrece sospecha τἀγαθά ... λεγόμενα ... ἀνυποπτότερα Th.3.43, φιλία D.C.45.8.4, εὔνοια D.15.4
•que no ofrece duda ἵνα ... ἀ. τὰ πρὸς τὸν λόγον ἔχῃ para que no haya duda en lo relativo a la cuenta, PRyl.233.13 (II d.C.), cf. PFlor.294.100 (VI d.C.)
•que no comporta preocupación o riesgo κίνησις Sor.39.27, ἄφοβον ὁ θεός, ἀν[ύ] ποπτον ὁ θάνατος la divinidad no induce al miedo, ni la muerte a la preocupación Phld.AS p.87.
2 insospechado λεηλασίαι Arr.Tact.17.5
•inadvertido τὸ γενόμενον Plb.7.17.2, cf. 3.105.1.
III adv. -ως
1 sin sospecha μεθιστάναι Aen.Tact.10.20, ἔχειν Men.Fr.617, παρεστῶτος Plu.2.686b, τὴν ... παρασκευὴν ἀ. ἐποιεῖτο Plb.31.12.13.
2 sin que se sospeche, inadvertidamente φοιτᾶν Th.1.146, ἔχειν Arist.Top.156b18, Hp.Medic.1, cf. Plu.2.614b.
German (Pape)
[Seite 266] 1) unverdächtig, Thuc. 3, 43; Xen. Cyr. 5, 3, 11. – 2) ohne Argwohn, τινός, Pol. 8, 92; Plut. Brut. 8 u. öfter. – Adv., Thuc. 1, 146.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non suspect.
Étymologie: ἀ, ὕποπτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνύποπτος:
1 не возбуждающий подозрений Thuc., Xen.;
2 не питающий подозрений Polyb., Plut.;
3 незаметный (τινι Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνύποπτος: -ον, ὁ ἄνευ ὑποψίας, ὅ ἐ. 1) παθ., ὅν δὲν ὑποπτεύει τις, Θουκ. 3. 43 (ἐν τῷ συγκρ.), Ξεν. Κύρ. 5. 3, 11: - Ἐπίρρ. -τως, ἄνευ ὑποψίας, χωρὶς νὰ ὑποπτεύηταί τις ὑπ’ ἄλλου, Θουκ. 1. 146, Μενάνδρ. Ἄδηλ. 120. 2) ἐνεργ., ὁ μηδὲν ὑποπτεύων ἢ ὑπονοῶν τινος Πολύβ. 8. 92, 2: - Ἐπίρρ. ἀνυπόπτως, ἀνυπόπτως ἔχειν Ἀριστ. Τοπ. 8. 1, 14.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνύποπτος, -ον)
αυτός που δεν υποψιάζεται κάτι ή δεν έχει υποψίες για κάποιον
αρχ.-μσν.
όποιος δεν γεννά υποψίες, δεν τον υποπτεύονται οι άλλοι.
Greek Monotonic
ἀνύποπτος: -ον, ο χωρίς υποψία, ανύποπτος, σε Θουκ., Ξεν.· επίρρ. -τως, ανύποπτος, ανυποψίαστος, σε Θουκ.
Middle Liddell
without suspicion, unsuspected, Thuc., Xen.:—adv. -τως, unsuspectedly, Thuc.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὁ χωρίς ὑποψία). Ἀπό τό α στερητ. + ὕποπτος (ὑπό + ὁρῶ). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ὁρῶ.