ὑποφείδομαι

From LSJ
Revision as of 18:50, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποφείδομαι Medium diacritics: ὑποφείδομαι Low diacritics: υποφείδομαι Capitals: ΥΠΟΦΕΙΔΟΜΑΙ
Transliteration A: hypopheídomai Transliteration B: hypopheidomai Transliteration C: ypofeidomai Beta Code: u(pofei/domai

English (LSJ)

spare a little, X.An.4.1.8; c. gen., Plu.2.707b; ὑ. μὴ ἕλκειν Luc.Peregr.6; to be moderate or restrained in speech, Phld. Lib.p.24 O.

French (Bailly abrégé)

être assez économe, ménager un peu : τινος qch ; s'abstenir ou éviter de, avec μή et l'inf..
Étymologie: ὑπό, φείδομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφείδομαι:
1 щадить, оставлять нетронутым Xen.;
2 воздерживаться: ὑ. τινος Plut. быть умеренным в употреблении чего-л.; ὑ. μὴ πάνυ ἕλκειν Luc. тянуть без особых усилий.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφείδομαι: μέλλ. -σομαι, ἀποθ., φείδομαι κἄπως, οὐδὲ ἐδίωκον ὑποφειδόμενοι, εἴ πως ἂν ἐθελήσειαν Ξεν. Ἀν. 4. 1. 8· μετὰ γεν., ὑπεφείδοντο τῶν παρακειμένων Πλούτ. 2 707C· ὑποφειδόμενοι μὴ πάνυ ἕλκειν Λουκ. Περεγρ. 6.

Greek Monolingual

Α φείδομαι
φείδομαι κάπως, είμαι κάπως επιφυλακτικός να κάνω κάτι.

Greek Monotonic

ὑποφείδομαι: μέλ. -σομαι, αποθ., φείδομαι, διαθέτω λιγάκι, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σομαι
Dep. to spare a little, Xen.

German (Pape)

ein wenig schonen, Xen. An. 4.1.8 und Sp., wie Luc. Peregrin. 6.