ὑστερόπους
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ὁ, ἡ, neut. πουν, gen. ποδος, coming late, ὑ. βοηθῶ Ar.Lys.326 (lyr.); ὑ. Νέμεσις AP12.229 (Strat.); Ἐρινύς Orph.A.1164.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. όποδος
au pied tardif, lent.
Étymologie: ὕστερος, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὑστερόπους: 2, gen. ποδος
1 медлительный, неторопливый (Νέμεσις Anth.);
2 запаздывающий: μῶν ὑ. βοηθῶ; Arph. неужели я опоздал с помощью?
Greek (Liddell-Scott)
ὑστερόπους: ὁ, ἡ, οὐδ. -πουν, ὁ ἐρχόμενος ὕστερον, ἀργά, ὑστ. βοηθῶ Ἀριστοφ. Λυσ. 326· ὑστ. Νέμεσις Ἀνθ. Παλατ. 12. 229· Ἐρινὺς Ὀρφ. Ἀργον. 1162 (1169).
Greek Monolingual
-ουν, Α
αυτός που έρχεται κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰσχυρό-πους].
Greek Monotonic
ὑστερόπους: ὁ, ἡ, ουδ. -πουν, αυτός που έρχεται αργά, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑστερό-πους,
coming late, Anth.
German (Pape)
πουν, gen. ποδος, hinterher, spät, zu spät, langsam gehend; Νέμεσις Strat. 71 (XII.229); ὑστερόπους βοηθῶ Ar. Lys. 326, Schol. ὕστερος τοῦ καιροῦ ἦλθον εἰς τὸ βοηθῆσαι.