ἀδιάφορος
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ον, A not different, Arist.Rh.1373a33; τοῖς ὁμοίοις καὶ ἀ. Id.Cael.310b5; indistinguishable, ὅμοιον καὶ ἀ. Epicur.Nat.15 G. 2 in Logic, ἀδιάφορα, τά, individual objects, as having no logical differentia, ἀ. ὧν ἀδιαίρετον τὸ εἶδος Arist. Metaph.1016a18; ἀ. εἴδει Top.121b15; κατὰ τὸ εἶδος ib.103a11. 3 undiscriminating, ὀνομασία Epicur.Nat.14.10. II indifferent; in Stoic philosophy, τὰ ἀδιάφορα things neither good nor bad, Zeno Stoic. 1.47,48, cf. Cic.Fin.3.16.53, Epict.Ench.32, etc., cf. S.E.P.3.177 sq.: Sup., Phld.Rh.1.129 S. Adv. ἀδιαφόρως ἔχειν to be indifferent, of the moral agent, Aristo Stoic.1.79. III in metre, common, Heph.4, cf. Sch.Pi.p.15 Böckh. IV of persons, making no distinction, πρὸς πάντα ξένον καὶ δημότην Dicaearch.1.14. 2 steadfast, unwearying, Ant.Lib.41.2. V Math., negligible, πρός τι Procl.Hyp.4.61; ἀ. πρὸς αἴσθησιν not differing sensibly, Aristarch.Sam.4. Adv., Hipparch.3.5.7. VI Adv. ἀδιαφόρως = without discrimination, D.H.Dem. 56, S.E.P.3.225.
Spanish (DGE)
-ον
A I1indiferenciado intrínsecamente οὐσίαι de los átomos, Democr.A 57, ἀδιάφορον ὧν ἀδιαίρετον τὸ εἶδος κατὰ τὴν αἴσθησιν Arist.Metaph.1016a18, cf. Top.121b15, κατὰ τὸ εἶδος Arist.Top.103a11, οὐκ ἆρα ἁρμόζει τῷ πάντῃ ἀδιαφόρῳ τὸ ὑπάρχειν καὶ δύνασθαι καὶ ἐνεργεῖν; Dam.Pr.37
•subst. τὰ ἀ. los particulares, infimae species μᾶλλον ἐν τοῖς καθόλου ἢ ἐν τοῖς ἀδιαφόροις mejor en los universales que en los particulares Arist.APo.97b31.
2 sin diferencias (entre sí), igual, indistinguible μονάδες Arist.Metaph.1081b13, κατὰ τὴν οὐσίαν Arist.Metaph.1054b4, cf. Rh.1373a33, Cael.310b5, ὅμοιος καὶ ἀ. Epicur.Fr.[34] 15.2.
II métr. indiferente, que puede ser tanto larga como breve, anceps ἡ τελευταία συλλαβή Heph.4.5, cf. Sch.Pi.O.2T., Fortunat.284.14, Mar.Vict.6.62.28.
III 1de pers. que se muestra o permanece indiferente ἀδιάφοροι εἶναι εὐτυχοῦντες καὶ ἀτυχοῦντες (es característico del μεγαλόψυχος) permanecer indiferente ante la buena o mala suerte Arist.APo.97b21
•del planeta Mercurio (Ἑρμῆς) en relación con los demás planetas, Plot.2.3.12
•que no hace distingos πρὸς πάντα ξένον καὶ δημότην Ps.Dicaearch.1.14, ὀνομασία denominación usada sin discriminación Epicur.Nat.14.43.8.
2 en filosofía estoica τὰ ἀ. actos indiferentes en rel. a la moral, ni buenos ni malos Zeno Stoic.1.47, 48, M.Ant.5.20, cf. Epict.Ench.32, Cic.Fin.3.53.
3 crist. disoluto, disipado βίος Soz.HE 7.18.4.
4 subst. τὸ ἀ. irreflexión, falta de juicio οὐκέτι τὸ ... ἀ. ἐν τοῖς γραφικοῖς εὑρίσκεται ῥήμασιν Gr.Nyss.Tres dei 54.19.
IV de pers. que no cuenta, sin importancia, PBremen 11.6 (II d.C.)
•de cosas accesorio αἱ γὰρ ἐν αὐτῇ ξύσται ἐν ἀδιαφόρῳ παραλαμβάνονται εἰς τὰς μετρήσεις Hero Metr.126.1, cf. Origenes M.13.389A
•mat. despreciable πρός τὴν ἀπλανῆ σφαῖραν Procl.Hyp.4.61, Aristarch.Sam.4.
V adv. ἀδιαφόρως
1 indistintamente, sin discriminación Ammon.Diff.352, D.H.Dem.56.2, A.D.Pron.50.23.
2 indiferentemente ἀ. ἔχειν Plb.24.9.9, en el sentido de la moral estoica ἀ. ἔχειν Aristo Stoic.1.79.
3 de manera irrelevante, despreciable Hipparch.3.5.7.
4 sin desavenencias, de mutuo acuerdo ἀδιαφόρως καὶ ἀγράφως PSI 452.9 (IV a.C.).
B 1libre de intereses ἔχειν παρὰ Σαραπίωνος ... ἀδιαφόρους ... ἀρτάβας POxy.1628.16 (I a.C.), cf. POxy.2351.24 (II d.C.).
2 adv. ἀδιαφόρως = sin interés, sin gravamen, SB 11492.13 (VI d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non différent;
2 indifférent.
Étymologie: ἀ, διαφέρω II.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάφορος: -ον, ὁ μὴ διάφορος, Ἀρ. Ρητ. 1. 12, 35· τοῖς ὁμοίοις καὶ ἀδιαφόροις, ὁ αὐτ. Οὐρ. 4. 3. 4. 2) ἐν τῇ Ἀριστ. λογικῇ ἀδιάφορα εἶναι τὰ «ἀτομικά», καθ’ ἕκαστον ἀντικείμενα, καθ’ ὅσον δὲν ἔχουσι τὴν λογικήν, ἤτοι εἰδοποιὸν διαφοράν, ἀδιάφορα, ὧν ἀδιαίρετον τὸ εἶδος, Μεταφ. 4. 6, 15· ἀδιάφορα τῷ εἴδει, αὐτ. 14, κατὰ τὸ εἶδος, ὁ αὐτ. Τοπ. 1. 7, 1, πρβλ. Ἀν. Ὕστ. 2. 13, 7, κτλ. II ὁ ἠθικῶς μὴ διαφέρων, ἐν τῇ Στωϊκῇ φιλοσοφίᾳ τὰ ἀδιάφορα res mediæ ἢ indifferentes, ἦσαν τὰ μήτε καλά, μήτε κακὰ πράγματα, Κικέρ. fe Fin. 3, 16., Ἐπικτ. ἐγχειρ. 32, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. II. 3. 117 κἑξ. III. ἐν τῇ μετρικῇ = κοινός. Λατ. anceps, Γραμμ. IV. Ἐπίρρ., ἀδιαφόρως, ἄνευ διακρίσεως, ἀναμίξ, Διον. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 56.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάφορος:
1 не отличающийся (ἀ. καὶ ὅμοιος Arst.);
2 безразличный Arst., Sext.;
3 неразличимый, недифференцированный (ὕλη ἄποιος καὶ ἀ. Plut.);
4 стих. (о гласном; лат. anceps) обоюдный, т. е. могущий быть то долгим, то коротким.