παραψύχω

From LSJ
Revision as of 19:49, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(Moy.<\/b><\/i> )([\p{Greek}]+)μαι " to "$1$2μαι ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραψύχω Medium diacritics: παραψύχω Low diacritics: παραψύχω Capitals: ΠΑΡΑΨΥΧΩ
Transliteration A: parapsýchō Transliteration B: parapsychō Transliteration C: parapsycho Beta Code: parayu/xw

English (LSJ)

[ῡ], A cool, v.l. in Placit.5.25.1 (Pass.). 2 metaph., console, soothe, ἐπέεσσιν Theoc. 13.54 (Med.), cf. Call.Cer.46.

French (Bailly abrégé)

rafraîchir;
Moy. παραψύχομαι fig. adoucir, consoler.
Étymologie: παρά, ψύχω.

Russian (Dvoretsky)

παραψύχω: (ῡ)1 охлаждать (θερμόν Plut.);
2 med. облегчать, утешать, успокаивать (τινα ἐπέεσσι Theocr. - v.l. μελέεσσιν).

Greek (Liddell-Scott)

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, πραΰνω, Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε παραψήχω.

Greek Monolingual

ΜΑ
παρηγορώ, κατευνάζω τη θλίψη ή τον πόνο
αρχ.
ψύχω σιγά σιγά, δροσίζω.

Greek Monotonic

παραψύχω: [ῡ], ψύχω ελαφρά· μεταφ., παρηγορώ, καταπραΰνω, σε Θεόκρ.

Middle Liddell


to cool gently: metaph. to console, soothe, Theocr.