κατασκοπή

From LSJ
Revision as of 20:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "\] (\w+), (\w+)(:\.)" to "] $1, $2:.")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπή Medium diacritics: κατασκοπή Low diacritics: κατασκοπή Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΗ
Transliteration A: kataskopḗ Transliteration B: kataskopē Transliteration C: kataskopi Beta Code: kataskoph/

English (LSJ)

ἡ, viewing closely, spying, πέμπειν τινὰ εἰς κατασκοπήν S.Ph.45; μολεῖν εἰς κ. E.Ba.838; ἐπὶ κατασκοπήν X.Cyr.6.2.9, cf. HG1.4.11, Arist.Ath. Fr.4, Plb.3.95.8; ἐπὶ-σκοπῇ τῶν πραγμάτων Aeschin.2.28; κατασκοπῆς ἕνεκα X.An.7.4.13; ἔχειν κ. Plu.Fab.12; κατασκοπαῖς χρωμένους Th.6.34; ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων to inspect the money, ib.46.

German (Pape)

[Seite 1379] ἡ, das Beschauen, Auskundschaften, Erforschen; Soph. Phil. 45; μολεῖν εἰς κατασκοπήν Eur. Bacch. 836; plur., Thuc. 6, 34; οὓς ἐπεπόμφει ἐπὶ κατασκοπῇ Xen. Cyr. 6, 2, 9; οἱ ἐπὶ τὴν κατασκοπὴν ἐκπεμφθέντες Pol. 3, 95, 8; Sp.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
observation : πέμπειν εἰς κατασκοπήν SOPH, ἐπὶ κατασκοπῇ XÉN envoyer pour observer ou reconnaître.
Étymologie: κατασκέπτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκοπή -ῆς, ἡ [κατασκέπτομαι] verkenning, onderzoek:. τὸν... παρόντα πέμψον ἐς κατασκοπήν zend de man die hier is op verkenning Soph. Ph. 45; κατασκοπῆς ἕνεκα om te spionneren Xen. An. 7.4.13.

Russian (Dvoretsky)

κατασκοπή: ἡ осмотр, наблюдение, разведка: πέμπειν κατασκοπῆς ἕνεκα или ἐπὶ κατασκοπῇ Xen., тж. εἰς κατασκοπήν Soph. и ἐπὶ τὴν κατασκοπήν Polyb. посылать для наблюдения или разведки; οἱ πρέσβεις ἦλθον αὐτοῖς εἰς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων Thuc. (афинские) послы прибыли к ним для осмотра (их) богатств; κατασκοπαῖς χρᾶσθαι Thuc. организовывать разведку; κατασκοπὴν ὑποστῆναι Plut. отправиться на разведку.

Greek Monolingual

κατασκοπή, ἡ (Α)
1. η εξέταση από κοντά, η κατασκόπευση
2. φρ. «κατασκοπαῑς χρῶμαι» — κατασκοπεύω, χρησιμοποιώ κατασκόπους
3. φρ. «ἐς τὴν κατασκοπὴν τῶν χρημάτων» — στην εξέταση, την καταμέτρηση τών περιουσιακών στοιχείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -σκοπή (< σκοπή < σκέπτομαι, πρβλ. ανασκοπή, επισκοπή.

Greek Monotonic

κατασκοπή: ἡ, κοντινή παρακολούθηση, κατασκοπεία, σε Σοφ., Ευρ.· ἐπὶκατασκοπῇ, κατασκοπῆς ἕνεκα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπή: ἡ, ἐκ τοῦ πλησίον ἐξέτασις, κατασκόπευσις, πέμπει τινὰ εἰς κατασκοπὴν Σοφ. Φιλ. 45· ἐς κ. μολεῖν Εὐρ. Βάκχ. 838· ἐπὶ κατασκοπῇ Ξεν. Κύρ. 6. 2, 9, πρβλ. Ἑλλ. 1. 4. 11· ἐπὶ κατασκοπὴν Πολύβ. 3. 95, 8· κατασκοπῆς ἔνεκα Ξεν. Ἀν. 7. 4, 13· ἔχειν κ. (ὅπερ ὁ Ὅμηρ. σκοπιὴν ἔχειν, ἀντὶ τοῦ σκοπιάζειν, σκοπιωρεῖσθαι, κατασκέπτασθαι), οὐ δι’ ἀγγέλων, ἀλλ’ αὐτὸς κ. ἔχων πρὸ τοῦ χάρακος Πλουτ. Φάβ. 12· κατασκοπαῖς χρῆσθαι, κατασκοπεύειν, Θουκ. 6. 34· ἐς τὴν κ. τῶν χρημάτων, εἰς τὴν ἐπιθεώρησιν, ἐξέτασιν τῶν χρημάτων, αὐτόθι 46· κ. τῶν πραγμάτων Αἰσχίν. 31. 42.

Middle Liddell

κατασκοπή, ἡ, [from κατασκοπέω
a viewing closely, spying, Soph., Eur.; ἐπὶ κατασκοπῇ, κατασκοπῆς ἕνεκα Xen.

English (Woodhouse)

scouting, spying out

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)