ἀνθοπλίζω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
arm against, ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι E. Supp.666; ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12:—Med., arm oneself, Id.HG6.5.7.
Spanish (DGE)
1 en v. med. armarse a su vez καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο X.HG 6.5.7, ὁπλιζομένων ἀνθωπλίζοντο Polyaen.1.14
•perf. estar armado contra o frente a ἱππεῦσι δ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι jinetes frente a jinetes estaban armados E.Supp.666, ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα X.Oec.8.12.
2 en v. act. armar a su vez, oponer fig. τὸν Μωσέα τῷ Παύλῳ Isid.Pel.Ep.M.78.801B, δᾷδας ἐκεῖνοι τῷ τῆς νυκτὸς ἀνθοπλίζουσι σκότῳ Cyr.Al.M.77.476A.
German (Pape)
[Seite 233] dagegen bewaffnen, ναῦς ἀνθώπλισται Xen. Oec. 8, 12. – Med., sich dagegen waffnen, Hell. 6, 5, 7 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀνθώπλισα, pf. Pass. ἀνθώπλισμαι;
armer de son côté;
Moy. ἀνθοπλίζομαι s'armer de son côté.
Étymologie: ἀντί, ὁπλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθοπλίζω: вооружать против, med.-pass. выступать с оружием (ἱππεῦσι ἱππῆς ἀνθωπλισμένοι Eur.; ἀνθωπλίσθαι πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθοπλίζω: μέλλ. -ίσω, ὁπλίζω ἐναντίον τινός, χεῖρα μαντικὴν πρὸς μουσικὴν ἀνθώπλισε Νικηφόρ. Ρήτορες τ. 1, σ. 514, 15, ἔκδ. Walz. - «ἀνθώπλισαν· ὥπλισαν» Ἡσύχ.· Ιππεῦσι θ’ ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι «ἀντιτεταγμένοι» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ἱκ. 666· ἀνθώπλισται πρὸς τὰ πολέμια πλοῖα Ξεν. Οἰκ. 8. 12: - Μέσ., ὁπλίζομαι καὶ ἐγώ, καὶ αὐτοὶ ἀνθωπλίσαντο Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 7.
Greek Monolingual
ἀνθοπλίζω (Α)
1. οπλίζω κάποιον εναντίον άλλου, επίσης οπλισμένου.
Greek Monotonic
ἀνθοπλίζω: μέλ. -ίσω, οπλίζω εναντίον — Παθ., παρατάσσομαι ενάντια σε, τινί, σε Ευρ. — Μέσ., οπλίζομαι, σε Ξεν.
Middle Liddell
to arm against: Pass. to be arrayed against, τινί Eur.:—Mid. to arm oneself, Xen.