Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. ρηγνύω.

Mantoulidis Etymological

(=σπάνω, σχίζω). Ἀρχική ρίζα ϝραγ-. Θέματα: α) ρηγ → ρηγ + πρόσφυμα νυ + μι → ρήγνυμι, β) ραγ- (ἐρράγην), γ) μέ μετάπτωση ρωγ-. (Λατιν. frango).
Παράγωγα: ρῆγμα, ρηγμίν ἤ ρηγμίς (=ἡ ἀκτή, ἡ ἀκροθαλασσιά), ρηκτός, ἄρρηκτος, ἀδιάρρηκτος, ρήκτης, διαρρήκτης, ρῆξις (=σπάσιμο), διάρρηξις, ρηξικέλευθος (=αὐτός πού ἀνοίγει δρόμο), ραγάς, ραγή, ἀρραγής (=ἄθραυστος), ράξ – ραγός (=ρώγα σταφυλιοῦ), ραγίζω, ράσσω, ράγδην, ραγδαῖος, καταρράκτης, ραχία, ράχις, ραχιαῖος, ραχίζω (=κόβω στά δύο), ραχίτης, ράχετρον, ρώξ -ρωγός (=σχίσιμο), ρωγάς-άδος (=ξεσχισμένος), ρωγαλέος (=ξεσχισμένος), ρωγμή, ἀπορρώξ (=ἀπότομος), ἀρρώξ (=χωρίς ρωγμές), ἀμφιρρώξ (=γεμάτος ρωγμές), διαρρώξ (=σπασμένος), περιρρώξ (=ἀπότομος ἀπό παντοῦ), ρωχμός (=σχισμάδα), ἴσως τό ράκος (=κουρέλι).