βούβαλος

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβᾰλος Medium diacritics: βούβαλος Low diacritics: βούβαλος Capitals: ΒΟΥΒΑΛΟΣ
Transliteration A: boúbalos Transliteration B: boubalos Transliteration C: voyvalos Beta Code: bou/balos

English (LSJ)

ὁ, = βούβαλις (antelope, bubaline antelope, Bubalis mauretanica), Arist.PA663a11, Plb.12.3.5, D.S.2.51, Str. 17.3.4, Ph.2.353, J.AJ8.2.4, Opp.C.2.300. II = ἀστράγαλος, Hsch. III buffalo, Agath.1.4.

Spanish (DGE)

(βούβᾰλος) -ου, ὁ I zool.
1 antílope Arist.PA 663a11, Plb.12.3.5, LXX De.14.5, D.S.2.51, Str.17.3.4, Ph.2.353, I.AI 8.40, Opp.C.2.300, Hsch.
2 búfalo Agath.1.4.5, Mart.Sp.22.10, Plin.HN 8.38.
II βούβαλον· μέγα καὶ πολύ EM 206.20G., cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, Büffel, Pol. 12, 3; D. Sic. 2, 51; vgl. Opp. C. 2, 300.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buffle, animal.
Étymologie: DELG cf. βοῦς.

Russian (Dvoretsky)

βούβᾰλος:
1 буйвол Polyb., Diod.;
2 Arst. = βουβαλίς.

Greek (Liddell-Scott)

βούβᾰλος: ὁ, πιθ. = βούβαλις, διότι συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν ἐλάφων καὶ δορκάδων, Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 2, πρβλ. Πολύβ. 12. 5.

Greek Monolingual

ο (AM βούβαλος) (νεοελλ. θηλ. βουβάλα και βουβαλίνα, η)
μσν.- νεοελλ.
1. γενική ονομασία βοοειδών του Παλαιού Κόσμου
είναι ζώα ρωμαλέα με χρώμα μαύρο προς πυρρό ή σταχτί
2. χοντρός και άκομψος άνθρωπος
3. νωθρός και χοντροκέφαλος
αρχ.
η βούβαλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βουβάλι].

Mantoulidis Etymological

(=ἄγριο βόδι). Ἀπό τήν ἴδια ρίζα μέ τό βοῦς.