ἀβελτερία
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
ἡ, silliness, fatuity, Pl.Tht.174c, Smp.198d, D.19.98, Arist.Pol.1315a3, etc.; ἀβελτερία καὶ νωθρότης Id.Rh.1390b30; pl., Phld. Lib.p.41O.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -τηρία Thphr.Fr.146, Hld.9.7.2, Chrys.M.59.749
1 simpleza ἐγὼ ... ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην Pl.Smp.198d
•simpleza, tontería ἡ ἀσχημοσύνη δεινὴ ... δόξαν ἀβελτερίας παρεχομένη terrible falta de maña que hace el efecto de tontería Pl.Tht.174c, cf. D.19.98, Aeschin.1.71, Arist.Pol.1315a3, Rh.1390b30, Thphr.l.c., D.Chr.32.47, Phld.Lib.fr.87.9, Hld.l.c., τῶν πολιτῶν Porph.Marc.1.
2 crist. maldad, depravación negada al hombre antes de la caída, Chrys.M.59.749, Ps.Caes.218.449.
German (Pape)
[Seite 2] ἡ, Thorheit, Einfalt, ὑπ' ἀβελτερίας ᾤμην δεῖν τἀληθῆ λέγειν Plat. Conv. 198 d; mit νωθρότης verb. Arist. rhet. 2, 17; ὥστ' εἰ ταῦθ' ὑπ' ἀβ. ἢ δι' εὐήθειαν ἢ δι' ἄλλην ἄγνοιαν ἡντινοῦν πέπρακται Dem. 19, 98; πολλῆς ἀβελτερίας ἐστίν Aesch. 1, 71. Sehr oft bei Plut., z. B. Poplic. 3, die erheuchelte Einfalt des Brutus, und in Vbdg mit ἀμαθία und ähnlichen.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
sottise, ignorance.
Étymologie: ἀβέλτερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀβελτερία: ἡ глупость, тупоумие Plat., Arst., Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβελτερία: ἡ, εὐήθεια, μωρία, ἀνοησία, νωθρότης, Πλάτ. Θεαίτ. 174. C, Συμπ. 198 D, κλπ. (ὁ ἐσφαλμένος τύπος ἀβελτηρία κοινὸς ἐν μεταγ. χειρογράφ. ἀφείθη ἀδιόρθωτος ὑπὸ Βέκκ. ἐν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11. 26).
Greek Monotonic
ἀβελτερία: ἡ, ανοησία, κουταμάρα, αφέλεια, νωθρότητα, μωρία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
silliness, stupidity, fatuity, Plat.
Mantoulidis Etymological
(=ἀνοησία, ἁπλοϊκότητα). Παρασύνθετο ἀπό τό ἀβέλτερος (α + βέλτερος = μηδαμινός, ἀνόητος, βλάκας).