παιδευτός
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ή, όν, to be gaincd by education, παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν Pl.Prt.324b.
German (Pape)
[Seite 440] erzogen, zu erziehen, durch Erziehung anzueignen, ἀρετὴν παιδευτὴν εἰναι, Plat. Prot. 324 b.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut apprendre.
Étymologie: παιδεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιδευτός -ή -όν [παιδεύω] leerbaar, onderwijsbaar.
Russian (Dvoretsky)
παιδευτός: приобретаемый воспитанием, воспитуемый (ἀρετή Plat.).
Greek Monolingual
παιδευτός, -ή, -όν (Α) παιδεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να μάθει με διδασκαλία, αυτός που αποκτάται με εκπαίδευση («παιδευτὴν εἶναι ἀρετήν», Πλάτ.)
2. ο επιδεκτικός παιδεύσεως.
Greek Monotonic
παιδευτός: -ή, -όν, αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να μάθει, να κερδίσει από την εκπαίδευση, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
παιδευτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μάθῃ διὰ διδασκαλίας, ἀρετὴν παιδευτὴν εἶναι Πλάτ. Πρωτ. 324Β.
Middle Liddell
παιδευτός, ή, όν
to be gained by education, Plat. [from παιδεύω