ἀλαζόνευμα
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ατος, τό, imposture, piece of humbug, Aeschin.3. 238, cf. Aristid. 27(16).29: in plural, quackeries, Ar.Ach.87, Aeschin. 1.178.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
fanfarronada, alarde, bravata Ar.Ach.63, 87, Aeschin.1.178, 3.238, Aristid.Or.27.29, Basil.M.29.509A.
German (Pape)
[Seite 88] τό, Prahlerei, bes. Unwahrheit im Reden, neben ἀπάτη Aesch. 1, 178; vgl. 3, 238; Ar. Ach. 87.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fanfaronnade.
Étymologie: ἀλαζονεύομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαζόνευμα -ατος, τό ἀλαζονεύομαι opschepperij, gebral.
Russian (Dvoretsky)
ἀλᾱζόνευμα: ατος τό похвальба, хвастливая ложь Arph., Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, = ἀπάτη διὰ μεγάλων λόγων, κομπασμός, καύχησις, Αἰσχίν. 87. 41: κατὰ πληθυντ., λόγοι παχεῖς, Ἀριστοφ. Ἀχ. 87, Αἰσχίν. 25. 23.
Greek Monolingual
το (Α ἀλαζόνευμα) ἀλαζονεύομαι
1. πράξη αλαζονείας, εξαπάτηση με μεγάλα λόγια, κομπασμός, καύχηση
2. στον πληθ. τα αλαζονεύματα
αερολογίες, ψευτιές, παχιά λόγια.
Greek Monotonic
ἀλαζόνευμα: -ατος, τό, εξαπάτηση, απάτη, τσαρλανατισμός, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Middle Liddell
[from ἀλαζονεύομαι
an imposture, piece of quackery, Ar., etc.