τύρευμα

From LSJ
Revision as of 13:53, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρευμα Medium diacritics: τύρευμα Low diacritics: τύρευμα Capitals: ΤΥΡΕΥΜΑ
Transliteration A: týreuma Transliteration B: tyreuma Transliteration C: tyrevma Beta Code: tu/reuma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is curdled, cheese, in plural, E.El.496, Cyc.162,190. II metaph., intrigue, Com.Adesp.706.

German (Pape)

[Seite 1164] τό, das Gekäs'te, der Käse, Eur. Cycl. 161. 189 El. 496.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fromage.
Étymologie: τυρεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τύρευμα -ατος, τό [τυρεύω] kaas.

Russian (Dvoretsky)

τύρευμα: ατος (ῠ) τό сыр Eur.

Greek (Liddell-Scott)

τύρευμα: [ῡ], τό, τὸ τυρευθέν, τὸ συμπαγὲν εἰς τυρόν, τυρός, ἐν τῷ πληθυν., τευχέων τ’ ἐξελὼν τυρεύματα Εὐρ. Ἠλ. 496· ἐκφέρετέ νυν τυρεύματ’ ἢ μήλων τόκον ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 162· πηκτοῦ γάλακτος οὐ σπάνια τυρεύματα αὐτόθι 190. ΙΙ. μεταφορ., πανουργία, μηχανορραφία, δολοπλοκία, Α. Β. 60, 28.

Greek Monolingual

-εύματος, τὸ, Α τυρεύω
1. ο τυρός, το τυρί («ἐκφέρετέ νυν τυρεύματα», Ευρ.)
2. μτφ. μηχανορραφία, δολοπλοκία, πανουργία.

Greek Monotonic

τύρευμα: [ῡ], -ατος, τό, αυτό το οποίο πήζεται, τυρί, σε Ευρ.

Middle Liddell

τύ¯ρευμα, ατος, τό,
that which is curdled, cheese, Eur.