δευσοποιός

From LSJ
Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δευσοποιός Medium diacritics: δευσοποιός Low diacritics: δευσοποιός Capitals: ΔΕΥΣΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: deusopoiós Transliteration B: deusopoios Transliteration C: defsopoios Beta Code: deusopoio/s

English (LSJ)

όν, (δεύω A) A deeply dyed, fast, of colours, δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4; δ. σπάργανα Diph.72.2; δ. φάρμακα Luc.Im.16; δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1: metaph., δόξα δ. Pl.R.430a; πονηρία Din.2.4; δέος Plu.Alex.74. Adv. δευσοποιῶς Simp.in Cat.253.28. 2 title of play by Apollod. Gel., Suid. 3 = βαφεύς, Hsch.

Spanish (DGE)

-όν
I 1tintóreo φάρμακα Trag.Adesp.441, Luc.Im.16, cf. Plu.2.488b, τέχνη Plu.2.990b.
2 teñido de telas σπάργανα Diph.73.2
de los colores teñidos fijo, indeleble δευσοποιὸν γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R.429e, cf. Alex.145.9, D.Chr.77/78.4, χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA 16.1, ἡ βαφή Plu.2.779c, Gr.Nyss.Eun.3.7.24, οὐ γὰρ οὕτως δευσοποιοῦ βαφῆς μεταλαμβάνει ῥᾳδίως ὕφασμα pues no adquiere tan fácilmente una tela un color indeleble Gr.Naz.M.35.420B, cf. Origenes Comm.in Rom.4.15-17 (p.360), Gr.Nyss.Or.Catech.27.3
fig. δόξα δ. opinión imborrable, indeleble Pl.R.430a, πονηρία Din.2.4, δέος Plu.Alex.74, δ. ἔρως amor fuertemente arraigado D.C.79.15.4, cf. Synes.Ep.43.
II subst. ὁ δ. tintorero Hsch., Moer.113, Basil.Gent.2
como tít. de una comedia de Apolodoro Gelo, Sud.s.u. Ἀπολλόδωρος.
III adv. δευσοποιῶς = indeleblemente δ. ... ἐνεγένετο τὸ πάθος Simp.in Cat.253.28.

German (Pape)

[Seite 552] färbend, bes. ächt, unauslöschlich, nach VLL. ἔμμονον καὶ δυσαπόπλυτον; ὁ, der Färber, VLL., βαφή, dauerhafte Farbe; δευσοποιῷ χρώζομεν Alexis Ath. III, 124 a (v. 9), was vorher ζυμὸν μέλανα μηχανώμεθα heißt; vgl. Diphil. bei Harpocr.; χρόα δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael. H. A. 16, 1; φάρμακα Ruhnk. zu Tim. p. 76; τὸ βαφέν Plat. Rep. IV, 429 e, übertr., δόξα IV, 430 a; πονηρία Din. 2, 4, nach Bekk., was B. A. 237 ἔμμονος, ἀνίατος erkl. wird; δέος Plut. Alex. 74.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui sert à teindre, qui teint;
2 teint ; indélébile, ineffaçable.
Étymologie: δεύω, ποιέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δευσοποιός -ον [δεύω, ποιέω] kleur-echt:; δευσοποιοῖς... φαρμάκοις met kleurechte verf Luc. 43.16; overdr.: ἵνα δευσοποιός... ἡ δόξα γίγνοιτο opdat hun mening niet verbleekt Plat. Resp. 430a.

Russian (Dvoretsky)

δευσοποιός: δεύω I]
1 прочно окрашенный, невыцветающий, нелиняющий (τὸ βαφέν Plat.);
2 хорошо красящий, нелиняющий (φάρμακον Plut., Luc.);
3 прочный, устойчивый, долговечный (δόξα Plat.);
4 неизгладимый, несмываемый (κηλίς Plut.);
5 непреодолимый (δέος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δευσοποιός: -όν, (δεύω) ὁ βαθέως βάπτων, ἀνεξιτήλως βάπτων, ἀνεξίτηλος, ἐπὶ χρωμάτων, δ. γίγνεται τὸ βαφὲν Πλάτ. Πολ. 429Ε· δ. φάρμακα Λουκ. Εἰκόν. 16· δ. καὶ δυσέκνιπτος Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 16. 1· – μεταφ., δόξα δ. Πλάτ. Πολ. 430Α· πονηρία Δείναρχ. 105. 23· πρβλ. Ruhnk Τίμ.

Greek Monolingual

ο (Α δευσοποιός, -όν)
ο βαφέας
αρχ.
Ι. 1. (για χρώμα) ο ανεξίτηλος, αυτός που χρωματίζει βαθιά
2. έντονος, ισχυρός («ἵνα δευσοποιὸς αὐτῶν ἡ δόξα γίγνοιτο»)
II. επίρρ. δευσοποιῶς
1. (για βαφή) ανεξίτηλα
2. ανεξάλειπτα, αλησμόνητα.

Greek Monotonic

δευσοποιός: -όν (δεύω, ποιέω), διαποτισμένος, ανεξίτηλα βαμμένος, λέγεται για χρώματα, σε Πλάτ., Λουκ.

Middle Liddell

δεύω, ποιέω
deeply dyed, ingrained, fast, of colours, Plat., Luc.

English (Woodhouse)

fast-dyed, of colours, of dyes

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

dyer

Albanian: bojaxhi; Arabic: صَبَّاغ‎, صَبَّاغَة‎; Armenian: ներկարար; Belarusian: фарбавальшчык, фарбавальшчыца; Bulgarian: бояджия, бояджийка; Catalan: tintorer; Czech: barvíř, barvířka, barvič, barvička; Dutch: verver; Esperanto: kolorigisto; Finnish: värjäri; French: teinturier, teinturière; Galician: tintureiro; German: Färber, Färberin; Ancient Greek: ἁλουργός, βαλαυστιουργός, βάπτρια, βαφεύς, βάφισσα, δευσοποιός, ἰνδικοπλάστης, κογχιστής, ῥεγεύς, ῥεγιστήρ, ῥεγιστής, ῥηγεύς, ῥογεύς, χρωματουργός; Hindi: रंगरेज़; Hungarian: kelmefestő; Irish: clódóir, ruaimneoir; Latin: tinctor, infector; Macedonian: бојаџија; Maori: kaitāwai; Polish: farbiarz, farbiarka, barwiarz, barwiarka; Portuguese: tintureiro; Romanian: vopsitor, vopsitoare, boiangiu; Russian: красильщик, красильщица; Slovak: farbiar, farbiarka; Spanish: tintorero, tintorera; Turkish: boyacı; Ukrainian: фарбар, фарбарка, красильник, красильниця, фарбувальник, фарбувальниця; Welsh: lliwydd