κοπρώδης

From LSJ
Revision as of 13:57, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπρώδης Medium diacritics: κοπρώδης Low diacritics: κοπρώδης Capitals: ΚΟΠΡΩΔΗΣ
Transliteration A: koprṓdēs Transliteration B: koprōdēs Transliteration C: koprodis Beta Code: koprw/dhs

English (LSJ)

ες, A like dung, Hp.Prorrh.1.146, Arist.PA675b30; faecal, Aret.CA1.2. 2 generally, dirty, impure, Pl.Tht.191c (Comp.), 194e.

German (Pape)

[Seite 1483] ες, = κοπριώδης, Hippocr.; übh. schmutzig, Plat. Theaet. 194 e; Arist. part. an. 3, 14.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπρώδης -ες [κόπρος, εἶδος] op mest lijkend, vuil.

Russian (Dvoretsky)

κοπρώδης:
1 приобретший вид помета, превратившийся в кал (τροφή Arst.);
2 грязный, нечистый (κηρός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κοπρώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς κόπρον, πλήρης περιττωμάτων, Ἱππ. Προρρ. 80, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 24. 2) καθόλου, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, Πλάτ. Θεαίτ. 191C, 194Ε· ― πρβλ. κοπριώδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑM κοπρώδης, -ῶδες) κόπρος (Ι)]
1. αυτός που μοιάζει με κόπρο («τροφὴν κοπρώδη καὶ ἐξικμασμένην», Αριστοτ.)
2. γεμάτος με κόπρο, βρόμικος, ρυπαρός, ακάθαρτος.