καρδιαλγής

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐαλγής Medium diacritics: καρδιαλγής Low diacritics: καρδιαλγής Capitals: ΚΑΡΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: kardialgḗs Transliteration B: kardialgēs Transliteration C: kardialgis Beta Code: kardialgh/s

English (LSJ)

ές, suffering from heartburn, Id.Acut.30, Gal.6.604.

German (Pape)

[Seite 1326] ές, an Magenschmerzen leidend, Medic.

Greek Monolingual

-ές (Α καρδιαλγής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει πόνους στην καρδιά, που πάσχει από καρδιαλγία, ο καρδιακός
2. μτφ. περίλυπος, βαθύτατα λυπημένος
αρχ.
αυτός που έχει πόνους στο στομάχι, ο στομαχικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής οσφυ-αλγής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιαλγής -ές [καρδία, ἄλγος] lijdend aan brandend maagzuur.