συνοχμάζω
From LSJ
Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
English (LSJ)
bind together, δεσμῷ πόδα Luc.Trag.216.
French (Bailly abrégé)
retenir par un lien, lier.
Étymologie: σύν, ὀχμάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοχμάζω [σύν, ὀχμάζω] samenbinden. Luc. 69.216.
Russian (Dvoretsky)
συνοχμάζω: связывать (πόδα δεσμῷ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
συνοχμάζω: ὀχμάζω, συνέχω, συνδέω, διόπερ κραταιῶς συνοχμάσας δεσμῷ πόδα Λουκ. Τραγῳδ. 215.
Greek Monolingual
Α
συνδέω, συνάπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ὀχμάζω «φέρω, κρατώ, συγκρατώ»].
German (Pape)
zusammenhalten, Luc. Tragodop. 215.