μέμψις

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέμψις Medium diacritics: μέμψις Low diacritics: μέμψις Capitals: ΜΕΜΨΙΣ
Transliteration A: mémpsis Transliteration B: mempsis Transliteration C: mempsis Beta Code: me/myis

English (LSJ)

εως, ἡ, A blame, censure, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ar.Pl.10; μέμψιν ἐπιφέρειν τινί Id.Ra.1253 (lyr.); μέμψιν λαβεῖν Men.576 (s.v.l.); ἔχειν μέμψιν to incur blame, E.Heracl.974; φίλων μέμψις censure of friends, S.Fr. 472: pl., censures, Pl.Lg.684d; complaints, Arist.EN1162b5. 2 ground of complaint, μ. οὔτιν' ἀνθρώποις ἔχων A.Pr.445, cf. S.Ph.1309.

German (Pape)

[Seite 130] ἡ, das Tadeln, der Tadel, Vorwurf; μέμψιν μέμφεσθαί τινι, Ar. Plut. 10; μέμψιν ἐποίσει τινί, Ran. 1253; Plat. Legg. III, 684 d u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 blâme, reproche;
2 sujet de plainte.
Étymologie: μέμφομαι.

Russian (Dvoretsky)

μέμψις: εως ἡ
1 порицание, упрек (μέμψιν ποιεῖν, ἐπιφέρειν или μέμφεσθαί τινι Arph.): πολλὴν ὑφέξεις μέμψιν Eur. ты подвергнешься резкому порицанию;
2 основание для упреков (μέμψιν εἴς τινα οὐκ ἔχειν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μέμψις: -εως, ἡ, μομφή, ἐπίπληξις, μέμψιν δικαίαν μέμφομαι Ἀριστοφ. Πλ. 10· μ. ἐπιφέρειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1253· μ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἔχειν μ., προκαλεῖν μομφήν, ψόγον, Εὐρ. Ἡρακλ. 974· - ἐν τῷ πληθ., μομφαί, Πλάτ. Νόμ. 684D· παράπονα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13, 2. 2) ἐνεργ., λόγος, βάσις παραπόνου ἢ μομφῆς, ἐπιθυμία πρὸς μομφήν, μ. οὔτιν’ ἀνθρώποις ἔχων Αἰσχύλ. Πρ. 445, πρβλ. Σοφ. Φ. 1309· φίλων μ., κατάκρισις αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 419. Πρβλ. μομφή.

Greek Monotonic

μέμψις: -εως, ἡ (μέμφομαι),·
1. κατηγορία, επίκριση, ψόγος, μέμψιν ἐπιφέρειν τινί, σε Αριστοφ.· ἔχειν μέμψιν, προκαλώ κατηγορία, σε Ευρ.
2. Ενεργ., αιτία για παράπονο, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

μέμψις, εως, μέμφομαι
1. blame, censure, reproof, μ. ἐπιφέρειν τινί Ar.; ἔχειν μ. to incur blame, Eur.
2. act. cause for complaint, Aesch., Soph.

Chinese

原文音譯:momf» 蒙費
詞類次數:名詞(1)
原文字根:指責
字義溯源:嫌隙,訴苦,歸咎;源自(μέμφομαι)*=指責)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編
1) 嫌隙(1) 西3:13

English (Woodhouse)

blame

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)