ὑπονέμομαι

From LSJ
Revision as of 10:54, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπονέμομαι Medium diacritics: ὑπονέμομαι Low diacritics: υπονέμομαι Capitals: ΥΠΟΝΕΜΟΜΑΙ
Transliteration A: hyponémomai Transliteration B: hyponemomai Transliteration C: yponemomai Beta Code: u(pone/momai

English (LSJ)

Med., A eat away beneath or secretly, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον AP7.444 (Theaet.); but ὑπονεμησαμένη, though found in codd. in Hp.Oss.18, is f. l. for ὑπονης αμένη, v. ὑπονέω. II undermine (cf. ὑπόνομος): metaph., deceive, γυναῖκας Epich.9.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. νέμω), med., von unten aus abweiden, von Grund aus wegfressen, verzehren, von der Flamme, πῦρ ὑπονειμάμενον, Theaet. 4 (VII, 444). – Auch unterminiren, Sp. – Betrügen, Epicharm. bei Poll. 9, 82.

French (Bailly abrégé)

1 se repaître de, dévorer de fond en comble en parl. du feu;
2 tromper.
Étymologie: ὑπό, νέμομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπονέμομαι: пожирать снизу (πῦρ ὑπονειμάμενον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπονέμομαι: μέσ., νέμομαι, βόσκομαι ὑποκάτω ἢ κρυφίως, ἔλαθεν πῦρ ὑπονειμάμενον Ἀνθολ. Παλατ. 7. 444· ὑπονεμησάμενος Ἱππ. 279. 44. ΙΙ. ὑπονομεύω, ὑποσκάπτω (πρβλ. ὑπόνομος)· - μεταφορ., ἐξαπατῶ, τινὰ Ἐπίχαρμ. 5 Achr.

Greek Monolingual

Α
1. βόσκω από κάτω ή κρυφά («ἔλαθεν πῡρ ὑπονειμάμενον», Ιπποκρ.)
2. μτφ. εξαπατώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νέμομαι «βόσκω, τρώγω»].

Greek Monotonic

ὑπονέμομαι: Μέσ., καταβροχθίζω, κατατρώγω από κάτω ή κρυφά, σε Ανθ.

Middle Liddell


Mid. to eat away beneath or secretly, Anth.