ὑδρεία
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
English (LSJ)
ἡ, A drawing water, fetching water, Th.7.13, Pl.Lg.844b, Plb.2.9.2, etc.: in plural, Pl.Ax.371e. 2 distribution of water, watering, irrigation, Id.Lg.761c, Thphr.HP2.6.3: metaph., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ, Pl.Ti.78b, cf. 77d. II watering-place, Plu.Them. 9.—Cf. ὑδρία fin.
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, 1) das Wasserschöpfen, Wasserholen; Thuc. 7, 13; Plat. Legg. VIII, 844 b; Δαναΐ δων ὑδρεῖαι ἀτελεῖς, Ax. 371 e; Folgde, wie Pol. oft. – 2) das Wasser selbst, das Gewässer, D. Sic.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de puiser de l'eau;
2 lieu où l'on puise de l'eau.
Étymologie: ὑδρεύω.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρεία: ἡ
1 черпание воды (Δαναΐδων ὑδρεῖαι Plat.): ὑ. μακρά Thuc. дальнее хождение за водой;
2 водоснабжение, орошение Plat.;
3 водоем, колодец Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρεία: ἡ, (ὑδρεύω) τὸ ὑδρεύεσθαι, ἀντλεῖν ἢ λαμβάνειν ὕδωρ, Θουκ. 7. 13, Πλάτ. Νόμ. 844Β, Πολύβ., κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Ἀξ. 371Ε. 2) διανομὴ ἢ παροχὴ ὕδατος, ὕδρευσις ἢ ἄρδευσις, πότισμα, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 761C, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστορ. 2. 6, 3· - μεταφ., ἡ ἐκ τῆς κοιλίας ἐπὶ τὰς φλέβας ὑ. Πλάτ. Τίμ. 78Β, πρβλ. 77D. ΙΙ. τόπος, πηγὴ ἢ κρήνη πρὸς ὕδρευσιν, περὶ τὰ ναύλοχα καὶ τὰς ὑδρείας Πλουτ. Θεμ. 9. - Πρβλ. ὑδρία ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α υδρεύω
1. ύδρευση
2. πότισμα («φιλεῖ δὲ καὶ ὑδρείαν σφόδρα τὸ δένδρον», Θεόφρ.)
3. τόπος άντλησης νερού, πηγή ή κρήνη.
Greek Monotonic
ὑδρεία: ἡ (ὑδρεύω),
I. άντληση νερού, έλκυση νερού, σε Θουκ. κ.λπ.
II. πηγή, κρήνη, βρύση, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ὑδρεία, ἡ, ὑδρεύω
I. a drawing water, fetching water, Thuc., etc.
II. a watering-place, Plut.