ὁμοιοτέλευτος

From LSJ
Revision as of 11:41, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοτέλευτος Medium diacritics: ὁμοιοτέλευτος Low diacritics: ομοιοτέλευτος Capitals: ΟΜΟΙΟΤΕΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: homoiotéleutos Transliteration B: homoioteleutos Transliteration C: omoioteleftos Beta Code: o(moiote/leutos

English (LSJ)

ον, ending alike : τὸ ὁ. the like ending of two or more clauses or verses, Id.Rh.1410b1, Phld.Rh.1.162 S., D.S.12.53 (pl.) : -τέλευτα (sc. κῶλα) Demetr.Eloc. 26; -τέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν end a sentence with ὁμοιοτέλ., S.E. M.2.57.

German (Pape)

[Seite 336] mit ähnlicher, gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. qui se termine de même (mot), homéotéleute.
Étymologie: ὅμοιος, τελευτή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοτέλευτος: сходный по окончанию, тж. рифмующийся Arst., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοτέλευτος: -ον, ὁ ὁμοίως τελευτῶν, ὁμοίως καταλήγων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· τὸ ὁμοιοτέλευτον, ἡ ὁμοιοκαταληξία δύο ἢ πλειόνων προτάσεων ἢ στίχων, ἧς εὑρίσκομεν ἴχνη καὶ παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν ποιητῶν, π.χ. Σοφ. Αἴ. 62-65· εἶναι δὲ λίαν συχνὴ ἐν τῇ καταλήξει τῶν δύο τμημάτων τοῦ πενταμέτρου. - Ἐπίρρ. ὁμοιοτελεύτως, Εὐστ. 179, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμοιοτέλευτος, -ον)
1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα
(ρητ.)
σχήμα κατά το οποίο τίθενται στο τέλος επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια κατάληξη
αρχ.
φρ. «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»
μτφ. το να τελειώνει κάποιος μια πρόταση με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
ομοιοτελεύτως (Μ ὁμοιοτελεύτως)
με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο σχήμα, ομοιοκαταλήκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τέλευτος (< τελευτή)].

Greek Monotonic

ὁμοιοτέλευτος: -ον (τελευτή), αυτός που έχει ίδια κατάληξη, σε Αριστ.· τὸὁμοιοτέλευτον, ομοιοκαταληξια δύο στίχων.

Middle Liddell

ὁμοιο-τέλευτος, ον, [τελευτη]
ending alike, Arist.: τὸ ὁμοιοτέλευτον the like ending of two verses.