γλαυκιάω
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
Hom. only in Ep. part. γλαυκιόων, A glaring fiercely, of a lion, Il.20.172; γ. ὄσσοις δεινόν Hes.Sc.430; of a sparkling stone, D.P.1121; γλαυκιόωσα σελήνη Man.5.250: 3pl. γλαυκιόωσι Opp.C.3.70; late Prose, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Hld.7.10. 2 have a glaucoma (γλαύκωμα), glare blindly, ὀφθαλμοὶ… δυσαλθέα γλαυκιόωντες Q.S.12.408.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. c. diéct. γλαυκιόων Il.20.172]
1 lanzar destellos, brillar c. ref. a ojos que expresan amenaza γλαυκιόων δ' ἰθὺς φέρεται μένει de la mirada fiera del león Il.l.c., cf. Hes.Sc.430, ref. la mirada de una pantera γλαυκιόωσι κόραι Opp.C.3.70, de una pers., Philostr.Iun.Im.2.2
•sin ref. a la ferocidad, del planeta Venus, Man.5.250, de una piedra preciosa, D.P.1121, de un río, Philostr.Iun.Im.8.3.
2 ref. al color de los ojos ser gris azulado τὸ βλέμμα Hld.7.10.4, cf. Poll.2.61
•tener un aspecto blanquecino como de catarata en una pers. que se está quedando ciega ὀφθαλμοί Q.S.12.408.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
avoir des yeux aux reflets glauques.
Étymologie: γλαυκός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλαυκιάω γλαυκός stralende of vurige ogen hebben. Il. 20.172.
German (Pape)
außer Opp. Cyn. 3.70 nur im partic. γλαυκιόων, mit funkelnden Augen um sich blickend; vom Löwen, Il. 20.172, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. Sc. 430; von Menschen, Hel. 7.10; übertragen, funkelnd, von einem Steine, Dion.Per. 1121. Bei Qu.Sm. 12.408 von den Augen. den Fehler γλαύκωμα bekommen.
Russian (Dvoretsky)
γλαυκιάω: (тж. γ. ὄσσοις Hes.) (только part. praes. γλαυκιόων) сверкать глазами Hom.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκιάω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. γλαυκιόων, ἐξακοντίζων βλέμματα ἄγρια, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Υ. 172· γλαυκιόων δ’ ὄσσοις δεινὸν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· ἐπὶ ἀκτινοβολούσης πολυτίμου λίθου, Διον. Π. 1121· γʹ πληθ. γλαυκιόωσι Ὀππ. Κυν. 3. 70· μόνον παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Ἡλιόδ. 7. 368. 2) ἔχω γλαύκωμα, τυφλῶς ἀτενίζω, ὀφθαλμο ί… δυσαλθέα γλαυκιόωντες Κόϊντ. Σμ. 12. 408.
English (Autenrieth)
only part., with gleaming or glaring eyes, of a lion, Il. 20.172†.
Greek Monotonic
γλαυκιάω: απαντά μόνο στην Επικ. μτχ., γλαυκιόων, αυτός που κοιτάζει με διαπεραστικό και άγριο βλέμμα, λέγεται για λιοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
only in epic part. γλαυκιόων.]
glaring fiercely, of a lion, Il.