κορθύνω
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
or κορθύω, (κόρθυς) lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.Th.853; εὖτέ με θυμὸς κορθύσῃ Hymn.Is. 150:—Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.9.7; ὕπερθε δὲ… ἁλὸς κορθύεται ὕδωρ A.R.2.322.
French (Bailly abrégé)
amonceler, amasser.
Étymologie: κόρθυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορθύ(ν)ω [κόρθυς] ep. imperf. κόρθυνεν act. met acc. opstapelen:. Ζεὺς δ’ ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος toen Zeus zijn kracht dan had verzameld Hes. Th. 853. med. verrijzen, zich verheffen:. κῦμα κελαινὸν κορθύεται een donkere golf rijst hoog op Il. 9.7.
German (Pape)
= κορθύω; Ζεὺς δ' ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes. Th. 852, nachdem er seinen Zorn steigerte; ὕπερθε δὲ πολλὸν ἁλὸς κορθύνεται ὑδωρ Ap.Rh. 2.322, erhebt sich.
Russian (Dvoretsky)
κορθύνω: (ῡ) (эп. aor. κόρθυνα) нагромождать, накоплять (Ζεὺς ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος Hes.).
Greek Monolingual
κορθύνω και κορθύω (Α) κόρθυς
1. ανυψώνω, ανεγείρω, σηκώνω ψηλά
2. αυξάνω («Ζεὺς δ', ἐπεὶ οὖν κόρθυνεν ἑὸν μένος» — ο Δίας, αφού αύξησε την οργή του, Ησίοδ.).
Greek Monotonic
κορθύνω: και κορθύω[ῡ], (κόρθυς), ανυψώνω, σηκώνω, αυξάνω, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος, αύξησε την οργή του, σε Ησίοδ. — Παθ., κῦμακορθύεται, ανεβαίνει σε ύψος, ορθώνεται, αυξάνει, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κορθύνω: ἴδε ἐν λ. κορθύῳ.
Middle Liddell
κορθύνω, κόρθυς
to lift up, raise, Ζεὺς κόρθυνεν ἑὸν μένος raised high his wrath, Hes.:—Pass., κῦμα κορθύεται waxes high, rears its crest, Il.