κρειοδόκος

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρειοδόκος Medium diacritics: κρειοδόκος Low diacritics: κρειοδόκος Capitals: ΚΡΕΙΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: kreiodókos Transliteration B: kreiodokos Transliteration C: kreiodokos Beta Code: kreiodo/kos

English (LSJ)

ον, containing flesh, AP6.306.8 (Aristo).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit ou conserve de la viande.
Étymologie: κρέας, δέκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρειοδόκος -ον [κρέας, δέχομαι] vlees bevattend.

German (Pape)

Fleisch aufnehmend, enthaltend, σκαφίς Aristo 1 (VI.306).

Russian (Dvoretsky)

κρειοδόκος: Anth. = κρεηδόκος.

Greek (Liddell-Scott)

κρειοδόκος: -ον, περιέχων, περιλαμβάνων, δεχόμενος κρέατα, Ἀνθ. Π. 6. 306· πρβλ. κρεηδόκος.

Greek Monolingual

κρειοδόκος, -ον (Α)
φρ. «κρειοδόκος ἐσχάρη» — σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούνται κομμάτια κρέας για ψήσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρειο- (πρβλ. κρεο-) + δόκος (< δέχομαι), πρβλ. βουδόκος, μηλοδόκος.