λυσσάω

From LSJ
Revision as of 12:33, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυσσάω Medium diacritics: λυσσάω Low diacritics: λυσσάω Capitals: ΛΥΣΣΑΩ
Transliteration A: lyssáō Transliteration B: lyssaō Transliteration C: lyssao Beta Code: lussa/w

English (LSJ)

Att. λυττάω, Ep. part. A λυσσώων Man.1.244, AP5.265 (Paul. Sil.):—to be raging in battle, Hdt.9.71; cf. λύσσα init. 2 rave, be mad, S.OT1258, Ant.492, Pl.R.329c, Epicur.Sent.Vat.11, Man., APll.cc., etc.; λ. πρὸς μεῖξιν Ps.-Phoc.214; ἔρωτες λυττῶντες Pl.R.586c: c. inf., desire madly to do, Hld.2.20. II of dogs, suffer from rabies, Ar.Lys. 298, Arist.HA604a6; of wolves, Theoc.4.11; of horses, Arist.HA 604b13. III causal, make mad, κἂν λελυσσήκῃ τινά (sc. τὰ δήγματα) Damocr. ap. Gal.13.821. (Hsch. has λύσσεται· μαίνεται.)

French (Bailly abrégé)

-ῶ, att. λυττάω-ῶ :
1 être enragé;
2 fig. être dans un transport violent (de colère, de passion, etc.).
Étymologie: λύσσα.

German (Pape)

att. λυττάω, wütend sein, eigtl. von tollen Hunden, oft von Menschen, bes. leidenschaftlich aufgeregten, Soph. Ant. 488, O.R. 1258; ὥσπερ λυττῶν τά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποφυγών Plat. Rep. I.329c; λυττῶν κατά τε σῶμα καὶ ψυχήν Legg. VI.775c; Folgde, wie Luc.; von Wölfen, Theocr. 4.11; ep. gedehnt λυσσώων, Paul.Sil. 26 (V.266); λυσσώοντες, Man. 1.244; – λυσσηθείς, rasend gemacht, Nic. Al. 283.

Russian (Dvoretsky)

λυσσάω: атт. λυττάω
1 быть охваченным яростью: λυσσέοντα ἔργα ἀποδέξασθαι μεγάλα Her. (говорят, что Аристодем) в припадке ярости совершил великие дела;
2 быть в исступлении, неистовствовать (εἶδον λισσῶσαν αὐτήν Soph.);
3 (о животных), быть бешеным Arph., Arst., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

λυσσάω: Ἀττ. λυττάω, εἶμαι πλήρης μανίας ἢ ὁρμῆς ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 71· πρβλ. λύσσα ἐν ἀρχῇ. 2) εἶμαι λυσσώδης, μανιώδης, Σοφ. Ο. Τ. 1258, Ἀντ. 492, Πλάτ. Πολ. 329C, κτλ.· λ. πρὸς μῖξιν Ψευδο-Φωκυλ. 202· ἔρωτες λυττῶντες Πλάτ. Πολ. 586C· ― μετ’ ἀπαρ., μανιωδῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Ἡλιόδ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 298, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1· ἐπὶ λύκων, Θεόκρ. 4. 11 (ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ)· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4.

Greek Monotonic

λυσσάω: Αττ. λυττάω (λύσσα
I. 1. είμαι γεμάτος μανία ή ορμή στη μάχη, σε Ηρόδ.
2. είμαι λυσσώδης, μανιώδης, σε Σοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για σκύλους, σε Αριστοφ.· λέγεται για λύκους, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λυσσάω, λύσσα
I. to be raging in battle, Hdt.
2. to rave, be mad, Soph., Plat.
II. of dogs, Ar.; of wolves, Theocr.