νυχθήμερον
English (LSJ)
τό, a night and a day, the space of 24 hours, 2 Ep.Cor.11.25, Gal.7.508, Cleom.1.6, Ptol.Alm.3.9, Herm. ap. Stob.1.21.9, Gp.5.8. S, etc.
English (Strong)
from νύξ and ἡμέρα; a day-and-night, i.e. full day of twenty-four hours: night and day.
English (Thayer)
νυχθημερου, τό (νύξ and ἡμέρα), a night and a day, the space of twenty-four hours: Alex. Aphr.; Geoponica) Cf. Sturz, De dial. Mac. etc., p. 186; (Sophocles Lexicon, under the word; cf. Winer's Grammar, 25).
Greek Monotonic
νυχθήμερον: τό (ἡμέρα), μία νύχτα και μία μέρα, ημερονύχτι, σε Καινή Διαθήκη
German (Pape)
Russian (Dvoretsky)
νυχθήμερον: τό ночь и день, сутки NT.
Greek Monolingual
ημερονύκτιο και ημερονύχτιο, ημερόνυκτο, μερόνυχτο, μερονύχτι, νυχτοήμερο, νυχθήμερο, το (AM ἡμερονύκτιον, Μ και μερονύκτιον και μερονύκτιν και μερονύκτι και ημερόνυκτον)
το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το εικοσιτετράωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθέτου ημερονύκτιος].
Chinese
原文音譯:nucq»meron 匿赫特-誒姆朗
詞類次數:形,名(1)
原文字根:夜-日
字義溯源:一晝一夜;由(νύξ)*=夜)與(ἡμέρα)*=日)組成
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 一晝一夜(1) 林後11:25