οἴκτιστος
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
η, ον, irreg. Sup. of οἰκτρός, most pitiable, most lamentable, pathetic, οἴ… δειλοῖσι βροτοῖσιν Il.22.76; θάνον οἰ. θανάτῳ Od.11.412; Ἀτθίσιν οἰκτίστη, σὸν φάος, Ἠριγόνη Call.Aet.1.1.4; οἴ. δὴ κεῖνο ἴδον Od.12.258; οἴ. ἔλεγοι A.R.2.782: neut. pl. οἴκτιστα as adverb, Od.22.472: also in late Prose, Onos.42.21, Luc.Anach.11. Adv. -τως Phalar.Ep.96.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
très digne de pitié, lamentable ; adv. • οἴκτιστα OD de la manière la plus lamentable.
Étymologie: οἰκτίζω.
German (Pape)
unregelmäßiger superl. zu οἰκτρός, unmittelbar von οἶκτος abgeleitet, der bejammernswerteste, jämmerlichste; τοῦτο δὴ οἴκτιστον πέλεται δειλοῖσι βροτοῖσιν, Il. 22.76; λιμῷ δὲ οἴκτιστον θανέειν, Od. 12.342; οἴκτιστος θάνατος, 11.412, ὄλεθρος, 23.79; adv., ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν, 22.472.
Russian (Dvoretsky)
οἴκτιστος: [superl. к οἶκτος крайне жалкий, несчастный, ужасный (ὄλεθρος, θάνατος Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
οἴκτιστος: -η, -ον, ἀνώμαλον ὑπερθ. τοῦ οἰκτρός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ αἴσχιστος, ἔχθιστος, κύδιστος, οἰκτρότατος, πλείστου οἴκτου ἄξιος, οἴκτιστον ... δειλοῖσι βροτοῖσιν Ἰλ. Χ. 76. θάνον οἰκτίστῳ θανάτῳ Ὀδ. Λ. 412· οἴκτιστον δὴ κεῖνο ἴδον Μ. 258· οἰκτ. ἔλεγοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 782· - οὐδ. πληθ. οἴκτιστα ὡς ἐπίρρ., Ὀδ. Χ. 472· - ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἀνάχ. 11· ἐπίρρ. οἰκτίστως Φάλαρ.
English (Autenrieth)
see οἰκτρός.
Greek Monolingual
οἴκτιστος, -ίστη, -ον (Α)
1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα
με πάρα πολύ οίκτο.
επίρρ...
οἰκτίστως (Α)
με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. οἰκτρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. οἶκτος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἰσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].
Greek Monotonic
οἴκτιστος: -η, -ον, ανώμ. υπερθ. του οἰκτρός (πρβλ. αἰσχρός, αἴσχιστος), πλέον αξιολύπητος, αξιοθρήνητος, σε Όμηρ.· ουδ. πληθ. οἴκτιστα, ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
οἴκτιστος, η, ον [irreg. Sup. of οἰκτρός (cf. αἰσχρός, αἴσχιστος)]
most pitiable, lamentable, Hom.:—neut. pl. οἴκτιστα as adv., Od.