πολύρριζος

From LSJ
Revision as of 12:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύρριζος Medium diacritics: πολύρριζος Low diacritics: πολύρριζος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΙΖΟΣ
Transliteration A: polýrrizos Transliteration B: polyrrizos Transliteration C: polyrrizos Beta Code: polu/rrizos

English (LSJ)

ον, A with many roots, Id.HP9.10.2, Epigr. ap. Poll.5.48 (Anyt.); full of roots, γῆ Gp.3.10.8. 2 bearing many ῥίζαι, i.e. fertile in herbs. Str.5.3.6,15.1.22. 3 metaph., firmly rooted, πολιτεία Plu.2.787f. 4 fibrous, of tissue in malignant disease, Hp. Mul.2.156. II πολύρριζον, τό, = ἑλλέβορος μέλας, Dsc.4.162. 2 = πτερίς, ib.184. 3 = ἐπιμήδιον, Ps.-Dsc.4.19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses racines.
Étymologie: πολύς, ῥίζα.

German (Pape)

mit vielen Wurzeln; Theophr.; θάμνος, Anyte 23 (APP 6).

Russian (Dvoretsky)

πολύρριζος: со многими корнями (θάμνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύρριζος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥίζας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2, Ἀνθ. Π. παράρτ. 6. ΙΙ. πολύρριζον, τό, συνώνυμ. τῷ ἐπιμήδιον, Διοσκ. 4. 19.

Greek Monolingual

και πολύριζος, -η, -ο / πολύρριζος και πολύριζος, -ον, ΝΜΑ
1. (για φυτά) αυτός που έχει πολλές ρίζες
2. (για έδαφος) γόνιμος
μσν.-αρχ.
(για γη) ο γεμάτος ρίζες
αρχ.
1. (για ιστό σε κακοήθη ασθένεια) ινώδης
2. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύρριζον
α) το φυτό ελλέβορος
β) το φυτό επιμήδιο
γ) το φυτό πτέριδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. βαθύ-ρριζος].

Greek Monotonic

πολύρριζος: -ον (ῥίζα), αυτός που έχει πολλές ρίζες, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύρ-ριζος, ον, ῥίζα
with many roots, Anth.