σφονδυλοδίνητος

From LSJ
Revision as of 12:45, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφονδῠλοδῑ́νητος Medium diacritics: σφονδυλοδίνητος Low diacritics: σφονδυλοδίνητος Capitals: ΣΦΟΝΔΥΛΟΔΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: sphondylodínētos Transliteration B: sphondylodinētos Transliteration C: sfondylodinitos Beta Code: sfondulodi/nhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον, twirled by the spindle's whorl, νῆμα AP 6.247 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tourné en fuseau.
Étymologie: σφόνδυλος, δινέω.

German (Pape)

[ῑ], mit dem Wirbel auf der Spindel gedreht, νῆμα Philp. 18 (VI.247).

Russian (Dvoretsky)

σφονδῠλοδίνητος: (ῑ) намотанный на веретено (νῆμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, ὁ περιστρεφόμενος περὶ ἄτρακτον, σφονδυλοδινήτῳ νήματι Ἀνθ. Π. 6. 247, 4.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που περιστρέφεται με τη δίνη του σφονδύλου, του σφοντυλιού («δακτυλότριπτον ἄτρακτον σφονδυλοδινήτῳ νήματι νηχόμενον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος + -δίνητος (< δινῶ < δίνη), πρβλ. οιστρο-δίνητος].

Greek Monotonic

σφονδῠλοδίνητος: [ῑ], -ον, αυτός που περιστρέφεται γύρω από την άτρακτο (τη ρόκα) κατά το γνέσιμο του μαλλιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

σφονδῠλο-δῑ́νητος, ον,
twirled on a spindle, Anth.