ἐναέριος
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
ον, in the air, ζῷα Ti.Locr.101c, Gal.Thras.40; μεῖξις Luc.Musc.Enc.6; opp. ἔγγειος, Them.Or.13.168b. cf. Porph.Gaur. 10.6.
Spanish (DGE)
(ἐνᾱέριος) -ον
• Alolema(s): ἐνηέριος Orph.H.25.8, Synes.Hymn.2.176
aéreo, que está o va por el aire ζῶα Ti.Locr.101c, op. ἔνυδρος Str.17.1.36, Gal.5.883, Gr.Nyss.Eun.1.304, Basil.Hex.8.8, op. χερσαῖος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.15.28.10.22, δυνάμεις op. ἐναιθέριος y ἔνυδρος Placit.1.7.31, μεῖξις ref. al apareamiento de las moscas, Luc.Musc.Enc.6, de las aguas pluviales op. ἔγγειος Them.Or.13.168b, φῶς Eus.PE 15.11.3, πνεῦμα Gr.Nyss.Eun.3.1.39, οἳ (ἀθάνατοι) ... ἐνηέριοί τε ποτῶνται Orph.l.c., cf. Cels.Phil.8.35, Porph.Gaur.10.6
•subst. τὸ ἐναέριον ser aéreo, criatura del aire τὸ περιοικοῦν τῶν ἐναερίων καὶ ἐναιθερίων M.Ant.12.24, cf. Plu.Fr.121, op. τὰ οὐράνια, ἐπιχθόνια, ὑποχθόνια Synes.l.c., def. como πνεῦμα ἀκάθαρτον Sud.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est ou vit dans l'air, aérien.
Étymologie: ἐν, ἀήρ.
German (Pape)
[ᾱ], in der Luft schwebend; ζῷα Tim.Locr. 101c; μῖξις, von den Fliegen, Luc. musc.enc. 6.
Russian (Dvoretsky)
ἐνᾱέριος:
1 живущий (высоко) в воздухе (ζῷα Plat.);
2 совершающийся на лету (μῖξις, sc. τῶν μυιῶν Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾱέριος: -ον, ὁ ἐν τῷ ἀέρι διατρίβων, τῶν ἐναερίων ζῴων Τίμ. Λοκρ. 101C· μῖξις Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. 6.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐναέριος, -ον)
αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος»)
μσν.
1. ουράνιος
2. ψηλός.
επίρρ...
εναερίως
κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα.
Greek Monotonic
ἐνᾱέριος: -ον, αυτός που βρίσκεται στον αέρα, αιωρούμενος, μετεώρος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐν-ᾱέριος, ον adj
in the air, Luc.