βουφόνος

From LSJ
Revision as of 14:26, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουφόνος Medium diacritics: βουφόνος Low diacritics: βουφόνος Capitals: ΒΟΥΦΟΝΟΣ
Transliteration A: bouphónos Transliteration B: bouphonos Transliteration C: voufonos Beta Code: boufo/nos

English (LSJ)

ον, ox-slaying, h.Merc. 436; θεράπων Simon. 172.4; πελέκεις DS. 4.12; — as substantive, priest, Paus. 1.28.10.
at or for which steers are slain, θοῖναι A. Pr. 531 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1matador de reses de Hermes h.Merc.436, θεράπων Simon.69.4D., πελέκεις D.S.4.12.
2 subst. ὁ β. sacrificador de reses del sacerdote de las Dipolias atenienses, Paus.1.28.10.
II de reses sacrificadas θοῖναι A.Pr.531.

German (Pape)

[Seite 460] ὁ, Rinder schlachtend, opfernd, H. h. Merc. 436. Bei Paus. 1, 28, 10 Priester in Athen. – Adj., Διονύσου θεράπων β., = πέλεκυς, Simonid. bei Ath. X, 456 a; vgl. D. Sic. 4, 12; – θοῖναι β., wobei Rinder geschlachtet werden, Aesch. Prom. 531.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui tue ou immole des bœufs;
2 où l'on immole des bœufs.
Étymologie: βοῦς, πέφνειν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουφόνος -ον βοῦς, φόνος waarbij runderen geslacht worden.

Russian (Dvoretsky)

βουφόνος:
1 убивающий быков (sc. Ἑρμῆς HH; πέλεκις Diod.);
2 сопровождающийся закланием быков (θοῖναι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

βουφόνος: -ον, βοῦς φονεύων, βοῦς θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Παυσ. 1. 28, 10· ἀλλά, β. θεράπων Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.

Greek Monolingual

βουφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία
2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» — συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού.

Greek Monotonic

βουφόνος: -ον (*φένω),
I. αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως θυσία, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

[*φένω
I. ox-slaying, ox-offering, Hhymn.
II. at or for which steers are slain, Aesch.