ἀντίτομος

From LSJ
Revision as of 14:31, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντίτομος Medium diacritics: ἀντίτομος Low diacritics: αντίτομος Capitals: ΑΝΤΙΤΟΜΟΣ
Transliteration A: antítomos Transliteration B: antitomos Transliteration C: antitomos Beta Code: a)nti/tomos

English (LSJ)

ον, (ἀντιτέμνω) A cut as a remedy for an evil:—Subst. ἀντίτομον, τό, remedy, antidote, h.Cer.229, Hsch.; ἀντίτομα ὀδυνᾶν antidotes for pains, Pi.P.4.221. II having opposite curvatures for cutting, Paul.Aeg.6.30.

Spanish (DGE)

-ον
I subst. τὸ ἀ.
1 cortado como remedio, antídoto ὀδυσᾶν Pi.P.4.221, cf. h.Cer.229, Hsch.
2 sent. dud., quizá tomo o volumen, POxy.381 (I d.C.).
3 bot. consuelda o sínfito mayor, Symphytum officinale L., cf. antitumon anagallicus, Gloss.3.550.
II adj. que tienen corte opuesto de la curvatura de las amígdalas, Paul.Aeg.6.30.

German (Pape)

[Seite 262] als Gegenmittel zu gebrauchen, φάρμακον, was auch fehlt, z. B. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα ὀδυνᾶν Pind. P. 4, 221; vgl. H. h. Cer. 229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui coupe à l'encontre en parl. de ciseaux, dont les deux branches coupent à l'encontre l'une de l'autre;
2 qui coupe de façon à s'opposer à, d'où subst. τὸ ἀντίτομον remède, antidote.
Étymologie: ἀντί, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίτομος: -ον, (ἀντιτέμνω) ὁ τεμνόμενος ὡς θεραπεία κακοῦ τινος: - ἀντίτομον, τό, φάρμακον, ἀντίδοτον, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 229· ἀντίτομα ... ὀδυνᾶν, ἀντίδοτα ὀδυνῶν, Πινδ. Π. 4. 394.

English (Slater)

ἀντῐτομος n. pl. pro subs., remedy c. gen. φαρμακώσαισ' ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν (κατὰ μεταφορὰν τὴν ἀπὸ τῶν ῥιζοτόμων. Σ.) (P. 4.221)

Greek Monolingual

ἀντίτομος, -ον (Α) αντιτέμνω
1. αυτός που κόβεται για να χρησιμοποιηθεί στη θεραπεία κακού
2. φρ. «ἀντίτομα ὀδυνᾱν» — φάρμακα για τις λύπες (Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἀντίτομος: -ον (ἀντιτέμνω), κομμένος ως γιατρειά για ένα κακό· ἀντίτομον, τό, γιατρειά, αντίδοτο, σε Όμηρ.· τινος, για κάτι, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ἀντιτέμνω
cut as a remedy for an evil: —ἀντίτομον, ου, τό, a remedy, antidote, Hom.; τινος for a thing, Pind.