νεανίευμα

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνίευμα Medium diacritics: νεανίευμα Low diacritics: νεανίευμα Capitals: ΝΕΑΝΙΕΥΜΑ
Transliteration A: neaníeuma Transliteration B: neanieuma Transliteration C: neanievma Beta Code: neani/euma

English (LSJ)

ατος, τό, youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.

German (Pape)

[εᾱ], τό, jugendliches Betragen, eine mutwillige, leichtsinnige, jugendlich übereilte Tat, Plat. Rep. III.390a und Sp., wie Luc. Hermot. 33.

Russian (Dvoretsky)

νεᾱνίευμα: ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξιςλόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.

Greek Monolingual

το (ΑΜ νεανίευμα) νεανιεύομαι
(με κακή σημ.) νεανικός τρόπος συμπεριφοράς, απερίσκεπτη πράξη.

Greek Monotonic

νεᾱνίευμα: -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική σημασία) απερίσκεπτη ενέργεια ή απερίσκεπτος λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

νεᾱνίευμα, ατος, τό,
a youthful, i. e. a spirited or (in bad sense) a wanton act or word, Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]