ἄθετος

From LSJ
Revision as of 20:45, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρός τι" to "πρός τι")

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄθετος Medium diacritics: ἄθετος Low diacritics: άθετος Capitals: ΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: áthetos Transliteration B: athetos Transliteration C: athetos Beta Code: a)/qetos

English (LSJ)

ον, (τίθημι) A without position or without place, μονὰς οὐσία ἄ., στιγμὴ δὲ οὐσία θετός Arist.AP0.87a36, cf. Metaph.1016b25, 1084b27, Dam.Pr.22. 2 not in its place, i.e. lying about, πλίνθος, λίθος, IG1.322i10,22. 3 not adopted, Posidipp.39, Anon.Rhythm.Oxy.9iv16. II wasted, useless, χρόνος Plb.18.9.10; unfit, to be rejected, πρός τι D.S.11.15: c. dat., ῥευματισμοῖς, σπληνικοῖς, Dsc.1.128, 2.70.6; of persons, incompetent, PAmh.2.64.12 (ii A. D.). Adv. ἀθέτως = ἀθέσμως, lawlessly, despotically, A.Pr.150 (lyr.); unsuitably, ἔχειν πρός τι Plu.2.715b, Philum.Ven.2.3.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene o no ocupa lugar μονάς Arist.Metaph.1016b25, 1084b27, APo.87a36, Dam.Pr.22.
2 fuera de sitio, sin colocar πλίνθος IG 13.474.10, cf. 23 (V a.C.)
inadecuado τόπος ἄ. πρὸς ναυμαχίαν D.S.11.15, cf. Plb.18.9.10
medic. inadecuado, que no sienta bien c. dat. ῥευματισμοῖς Dsc.1.128, σπληνικοῖς Dsc.2.70.6, abs. ὁ δ' ἀρχομένης τῆς καθάρσεως καιρὸς ἄθετος el comienzo de la menstruación no es el momento apropiado (para copular con vistas a la concepción), Sor.26.2
de pers. incompetente, PAmh.64.12 (II d.C.).
II 1no hecho Posidipp.40.
2 no intentado, no probado ἀθέτους ἐατέον τὰς τοιαύτας χρήσεις no deben intentarse tales usos (métricos), Aristox.Rhyth.Ox.4.16.
III adv. ἀθέτως
1 contra toda ley, tiránicamente Ζεὺς ἀ. κρατύνει A.Pr.150.
2 inadecuadamente πρὸς πολιτικὴν σκέψιν ἀ. ἔχειν διὰ τὸν οἶνον Plu.2.715b, cf. Philum.Ven.2.3.

German (Pape)

[Seite 46] 1) nicht gesetzt, dem θετός entgegengesetzt, Arist. Anal. post. 1, 23; = ἀποίητος, Posidipn. B. A. 350. – 2) zu verwerfen, Polyb. 17, 9, 10. Dah. ungeeignet, unpassend, πρός τι Diod. S. 11, 15; ebenso ἀθέτως ἔχειν πρός τι Plut. Symp. 7, 10, 2. – Bei Aesch. Pr. 150 ἀθέτως κρατὐνει Ζεύς, ungesetzlich.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans place, sans position;
2 qu’on met de côté, invalide ; impropre, τινι, πρός τι à qch.
Étymologie: , τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

ἄθετος:
1 не имеющий положения (в пространстве): ἡ μὲν ἄ. μονάς, ἡ δὲ θετὸς στιγμή Arst. единица положения не имеет, точка же имеет;
2 неуместный: οὐκ ἄ. Polyb. вполне уместный, своевременный;
3 неподходящий, непригодный (πρός τι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄθετος: -ον, (τίθημι) ἄνευ θέσεως ἢ τόπου· οὕτω καλεῖται ἡ μονὰς κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν στιγμήν, ἥτις εἶνε θετή, Ἀριστ. Μεταφ. 4. 6, 25· ἡ μονὰς στιγμὴ ἄθ. ἐστι, αὐτόθι 12. 8. 27· πρβλ. Ἀναλ. Ὕστ. 1. 27. 2) ὁ μὴ ἐν τῇ οἰκείᾳ θέσει εὑρισκόμενος· πλίνθος, λίθος, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 10, 22. ΙΙ. ὁ κατὰ μέρος τεθείς, ἀσθενής, Πολύβ. 17. 9. 10· ἐντεῦθεν: ἄχρηστος, ἀκατάλληλος, Διόδ. 11. 15: - Ἐπιρρ. -τως = ἀθέσμως, παρανόμως, δεσποτικῶς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 150.

Greek Monotonic

ἄθετος: -ον (τίθημι), αυτός που έχει τοποθετηθεί κατά μέρος, στην άκρη· επίρρ. -τως = ἀθέσμως, παράνομα, δεσποτικά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τίθημι
set aside:— adv. -τως, = ἀθέσμως, lawlessly, despotically, Aesch.