εὐτρόχαλος

From LSJ
Revision as of 16:54, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1 $2, $3, $4 ;")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρόχᾰλος Medium diacritics: εὐτρόχαλος Low diacritics: ευτρόχαλος Capitals: ΕΥΤΡΟΧΑΛΟΣ
Transliteration A: eutróchalos Transliteration B: eutrochalos Transliteration C: eftrochalos Beta Code: eu)tro/xalos

English (LSJ)

Ep. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) A running well, quick-moving, ποταμός Opp.C.2.131; μέλισσα APl.4.36 (Agath.); ἀοιδή A.R.4.907; γλῶσσα IG5(1).264 (Sparta, Aug.). II well-rounded, σφαῖρα, κύκλος, A.R.3.135, Man.2.130; λίνον Nic.Al.134; ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ on the rounded threshing-floor, Hes.Op.599,806.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui court rapidement, rapide, léger en parl. d'un char, d'une abeille, d'un chant;
2 où l'on court bien, plan, uni ; selon d'autres bien arrondi.
Étymologie: εὖ, τρέχω.

German (Pape)

gut-, schnelllaufend, ποταμός Opp. Cyn. 2.131; μελίσση Agath. 43 (VI.36); φωνή Christod. ecphr. 20, wie ἀοιδή Ap.Rh. 4.907; ἅμαξα 1.845, wie ἀπήνη Nonn. D. 14.252. – Bei Hes. O. 597, 804 wird ἐϋτρόχαλος ἀλωή (auch v.l. in Il. 20.496) entweder die ebene Tenne, über die man leicht hinläuft, oder besser die wohlgerundete erklärt, wie σφαῖρα Ap.Rh. 3.135, κύκλοι Man. 2.130.

Russian (Dvoretsky)

εὐτρόχᾰλος: эп. ἐϋτρόχαλος 2
1 хорошо закругленный (ἀλωή Hes.);
2 легкий, подвижный (μέλισσα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρόχᾰλος: Ἐπικ. ἐϋτρ-, ον, (τρέχω) καλῶς ῥέων, ταχέως, ὁρμητικῶς κινούμενος, ποταμὸς Ὀππ. Κυν. 2. 131· μέλισσα Ἀνθ. Πλαν. 36· ἀοιδὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 907. ΙΙ. ὁλοστρόγγυλος, σφαῖρα, κύκλος Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 135, Μανέθων 2. 130· ἐϋτροχάλῳ ἐν ἀλωῇ, ἐντὸς τοῦ στρογγύλου, κυκλοτεροῦς ἁλωνίου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 597, 804, πρβλ. Spitzn. εἰς Ἰλ. Υ. 496. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐτρόχαλον· εὔκυκλον. ταχινόν».

Greek Monolingual

εὐτρόχαλος και επικ. τ. ἐϋτρόχαλος, -ον (Α)
1. αυτός που κινείται, γρήγορα ή ορμητικά
2. τελείως στρογγυλός, ολοστρόγγυλος
3. κυκλοτερής, στρογγυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τροχαλός «αυτός που τρέχει-στρογγυλός» (< τρέχω)].

Greek Monotonic

εὐτρόχᾰλος: Επικ. ἐϋ-τρ-, -ον (τρέχω),·
I. αυτός που τρέχει καλά, αυτός που κινείται γρήγορα, σε Ανθ.
II. ολοστρόγγυλος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

τρέχω
I. running well, quick-moving, Anth.
II. well-rounded, Hes.

Frisk Etymology German

εὐτρόχαλος: {eutrókhalos}
See also: s. τρέχω.
Page 1,595