κροταλίζω

From LSJ
Revision as of 17:30, 7 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), acc\." to "$1 $2, acc.")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροταλίζω Medium diacritics: κροταλίζω Low diacritics: κροταλίζω Capitals: ΚΡΟΤΑΛΙΖΩ
Transliteration A: krotalízō Transliteration B: krotalizō Transliteration C: krotalizo Beta Code: krotali/zw

English (LSJ)

A use rattles or castanets, τινὲς τῶν γυναικῶν, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Hdt.2.60: hence ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον rattled them along, Il.11.160. II later, clap, applaud, Anaxil.2, D.Chr.31.162, Alciphr.2.4:—Pass., Ath.4.159e, 11.503f.

German (Pape)

[Seite 1513] klappern od. rasseln lassen; ἵπποι κείν' ὄχεα κροτάλιζον Il. 11, 159, die Rosse rasselten mit den leeren Wagen daher. – Die Schellen, Becken aneinander schlagen, Her. 2, 60 u. Sp. – Uebh. klatschen, Beifall klatschen, wie κροτέω, μετὰ χαρᾶς Ath. IX, 395 a, u. pass., κροταλιζομένου ποτέ τινος τῶν αὐλητῶν XIV, 631 f. ὑπὸ πάντων κροταλισθείς XI, 503 f; auch a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. ἐκροτάλισα;
1 faire résonner en heurtant, acc.;
2 faire résonner des castagnettes ou cliquettes.
Étymologie: κρόταλον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροταλίζω [κρόταλον] ratelen, klepperen; uitbr.: πολλοὶ... ἵπποι κείν’ ὄχεα κροτάλιζον vele paarden lieten lege wagens ratelen Il. 11.160.

Russian (Dvoretsky)

κροτᾰλίζω:
1 грохотать, перен. с грохотом проносить (ἵπποι κείν᾽ ὄχεα κροτάλιζον Hom.);
2 трещать (τῶν γυναικῶν τινες, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Her.).

English (Autenrieth)

(κρόταλον): rattle; ὄχεα κροτάλιζον, ‘drew the rattling chariots,’ Il. 11.160†.

Greek Monolingual

και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) κρόταλον
1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι κροταλίζουσι», Ηρόδ.)
2. κρούω επανειλημμένως κάτι (α. «δεν είν' εύκολες οι θύρες, εάν η χρεία τές κουρταλεί», Σολωμ.
6. «κροταλίζω τη γλώσσα μου» γ. «κείν' ὄχεα κροτάλιζον ἀνὰ πτολέμοιο γέφυρας», Ομ. Ιλ.)
3. επευφημώ, χειροκροτώ
νεοελλ.
1. ανακινώ κάτι για να το ανακατέψω
2. ανακινούμαι, ανακατεύομαι
μσν.
χτυπώ την πόρτα.

Greek Monotonic

κροτᾰλίζω: μέλ. -σω (κρόταλον), χρησιμοποιώ κρόταλα ή καστανιέτες, σε Ηρόδ.· γενικά, ἵπποι ὄχεα κροτάλιζον, τα έσερναν με κρότο, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κροτᾰλίζω: (κρόταλον) ποιῶ κρότον διὰ τῆς συγκρούσεως κροτάλων, παίζω τὰ κρόταλα, κροταλίζω, τινὲς τῶν γυναικῶν, κρόταλα ἔχουσαι, κροταλίζουσι Ἡρόδ. 2. 60· ― ὅθεν, ἵπποι κείν’ ὄχεα κροτάλιζον, τὰ ἔσυρον μετὰ κρότου, Ἰλ. Λ. 160, πρβλ. κροτέω Ι. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. ὡς τὸ κροτέω ΙΙ. 2, ἐπικροτῶ, Ἀλκίφρων 2. 4, 5, Ἀθήν. 395Α, 503F. ― Παθ., αὐτόθι 159Ε.

Middle Liddell

κροτᾰλίζω, κρόταλον
to use rattles or castanets, Hdt.:—generally, ἵπποι ὄχεα κροτάλιζον were rattling them along, Il.