ἐκπεραίνω

From LSJ
Revision as of 19:07, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἐκ" to "ἐκ")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπεραίνω Medium diacritics: ἐκπεραίνω Low diacritics: εκπεραίνω Capitals: ΕΚΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: ekperaínō Transliteration B: ekperainō Transliteration C: ekperaino Beta Code: e)kperai/nw

English (LSJ)

finish off, A.Fr.78; βίοτον E.HF428 (lyr.):—Pass., of oracles, to befulfilled, Id.Ion785, Cyc.696; of works, to be accomplished, X.An.5.1.13.

Spanish (DGE)

1 llevar a cabo, realizar Λέσβιον φατνώματι κῦμ' ... ἐκπεραινέτω que realice en el artesonado una moldura lesbia A.Fr.78, οὐκ ὀλίγα πράγματα Pl.Ep.333b, en v. pas. πῶς δ' ὁ χρησμὸς ἐκπεραίνεται σαφέστερόν μοι E.Io 785, cf. Cyc.696, ἢν ... μὴ ἐκπεραίνηται ὥστε ἀρκεῖν πλοῖα si no son construidas naves suficientes X.An.5.1.13.
2 terminar ἵν' ἐκπεραίνει τάλας βίοτον donde está terminando su vida el desdichado E.HF 428.

German (Pape)

[Seite 771] ganz durch-, zu Ende bringen; βίον Eur. Herc. Fur. 428; πράγματα Plat. epist. VII, 333 b; ἢν ταῦτα ἡμῖν μὴ περαίνηται, wenn dies nicht ins Werk gesetzt wird, Xen. An. 5, 1, 13; χρησμὸς ἐκπεραίνεται, geht in Erfüllung, Eur. Ion 799; Cycl. 696.

French (Bailly abrégé)

conduire à terme, achever, accomplir.
Étymologie: ἐκ, περαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπεραίνω:
1 завершать, оканчивать (τὰ οὐκ ὀλίγα πράγματα ἐν ὀλίγῳ χρόνῳ Plat.): ἐ. βίοτον Eur. оканчивать жизнь, умирать;
2 pass. исполняться, осуществляться (παλαιὸς χρησμὸς ἐκπεραίνεται Eur.): ἢν ταῦτα ἡμῖν μὴ ἐκπεραίνηται ὥστε … Xen. если нам не удастся ….

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπεραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 72· βίοτον Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 428: - Παθ. ἐπὶ χρησμῶν, ἐκπληροῦμαι, Εὐρ. Ἴων 785, Κύκλ. 696· ἐπὶ ἔργων, συντελοῦμαι, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 13.

Greek Monolingual

ἐκπεραίνω (AM)
πραγματοποιώ, επαληθεύω
αρχ.
1. τελειώνω
2. (για έργο) συντελούμαι.

Greek Monotonic

ἐκπεραίνω: μέλ. -ᾰνῶ, φέρνω εις πέρας, τελειώνω, σε Ευρ. — Παθ., ολοκληρώνομαι, εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ., σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. ᾰνῶ
to finish off, Eur.:—Pass. to be accomplished, Eur., Xen.