περιείρω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τι" to "τι")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιείρω Medium diacritics: περιείρω Low diacritics: περιείρω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΡΩ
Transliteration A: perieírō Transliteration B: perieirō Transliteration C: perieiro Beta Code: periei/rw

English (LSJ)

insert or fix round, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Hdt.2.96.

German (Pape)

[Seite 574] (s. εἴρω), rings umher einreihen, einfügen, περὶ γομφοὺς πυκνοὺς περιείρουσι τὰ διπήχεα ξύλα, Her. 2, 96.

French (Bailly abrégé)

attacher ou suspendre autour : τι περί τι attacher une chose autour d'une autre.
Étymologie: περί, εἴρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-είρω rondom rijgen.

Russian (Dvoretsky)

περιείρω: кругом нанизывать, надевать: περὶ γόμφους τὰ ξύλα π. Her. скреплять доски гвоздями.

Greek Monolingual

Α
συναρμόζω, παρεμβάλλω γύρω γύρω («περὶ γόμφους πυκνοὺς καὶ μακροὺς περιείρουσι τὰ διπήχεια ξύλα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴρω (Ι) «συναρμόζω, παρεμβάλλω».

Greek Monotonic

περιείρω: παρεμβάλλω ή προσαρμόζω ολόγυρα, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιείρω: παρεμβάλλωπροσαρμόζω ὁλόγυρα, περὶ γόμφους π. τὰ ξύλα Ἡρόδ. 2. 96.

Middle Liddell

to insert or fix round, Hdt.