ἰπόω
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
press, squeeze, Cratin.91; especially in surgery, Hp.Art.47; ἰ. τὴν κεφαλὴν τοῦ βραχίονος Heliod. ap. Orib.49.13.8:—Pass., to be weighed down, ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο A. Pr.365; ἰπούμενος ταῖς ἐσφοραῖς = I'll crush you with taxes Ar.Eq.924.
German (Pape)
[Seite 1257] belasten, pressen; εἰσφοραῖς ἰπούμενος, durch Abgaben belastet, Ar. Equ. 920; ταῖς συμφοραῖς Cratin. bei Poll. 7, 41. S. auch ἰπνόω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
presser, comprimer.
Étymologie: ἶπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰπόω: ῑ, καταπιέζω, καταθλίβω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 813 (Littré), Κρατῖν. ἐν «Κρεοβουλίνῃ» 10· - Παθ., πιέζομαι, ἰπούμενος, ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο (πρβλ. ἶπος) Αἰσχύλ. Πρ. 365· ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς, καταπιεζόμενος διὰ τῶν εἰσφορῶν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 924.
Russian (Dvoretsky)
ἰπόω: (ῑ) (только part. praes. pass. ἰπούμενος) давить, жать: ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο Aesch. (Тифон), придавленный основаниями Этны; ἰπούμενος ταῖς εἰσφοραῖς Arph. задавленный налогами.