ἀντονομάζω
ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top
English (LSJ)
A name instead, call by a new name, c. dupl.acc., Th. 6.4. 2 ὁ -άζων ὅρος plea of avoidance and confession, Arg.Lycurg., cf. Hermog.Stat.4. 3 nominate instead, Pass., POxy.1405.17 (iii A.D.). II use ἀντονομασίαι or rhetorical figures, Ar.Th.55. 2 use the pronoun, Eust.103.23; ἀ. τινά A.D.Synt.192.21:—Pass., ib. 98.11. III Arith., in Pass., to be of a contrary denomination, Nicom.Ar.1.23.
Spanish (DGE)
I 1cambiar de nombre τὰ ἔπη Ar.Th.55, τὴν πόλιν ... Μεσσήνην ... ἀντωνόμασεν cambió de nombre a la ciudad por el de Mesena Th.6.4.
2 jur. ὁ ἀντονομάζων ὅρος alegato que incluye descargo y confesión Lycurg.argumen., Hermog.Stat.p.37.
3 nombrar en lugar de otro para el cargo público de recaudador de impuestos ἀντωνομάσθαι με ὑπὸ Αὐρηλίου POxy.1405.17 (III d.C.).
II gram.
1 usar antítesis Ar.Th.55.
2 sustituir por el pronombre ἀντονομάσει ἑαυτόν se denominará a sí mismo mediante el pronombre A.D.Synt.192.21
•abs. Eust.103.23
•en v. pas. τὰ ... ὀνόματα ... ἀντονομάζεται los nombres ... son sustituidos por el pronombre A.D.Synt.98.23.
III mat. de números denominar de forma contraria en v. pas. Nicom.Ar.1.22.7, 23.1.
German (Pape)
[Seite 264] dagegen, anders benennen, Thuc. 6, 5. Bei Ar. Thesm. 55 von Euripides' künstlichem Reden in Antonomasien; und so bei Rhet. Bei Gramm.: das Pronomen setzen.
French (Bailly abrégé)
f. ἀντονομάσω, ao. ἀντωνόμασα;
appeler d'un nom différent.
Étymologie: ἀντί, ὀνομάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντονομάζω:
1 переименовывать: τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς πατρίδος ἀντωνόμασεν Thuc. по имени (своей) родины он переименовал город в Мессену;
2 рит. пользоваться антономасиями (γνωμοτυπεῖν καὶ ἀ. Arph.);
3 грам. употреблять местоимения.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντονομάζω: δίδω νέον ὄνομα ἀντὶ τοῦ ὑπάρχοντος, μετὰ διπλῆς αἰτιατ., τὴν πόλιν Μεσσήνην ἀπὸ τῆς ἑαυτοῦ τὸ ἀρχαῖον πατρίδος ἀντωνόμασεν Θουκ. 6. 5· τὸν μῆνα τὸν Σεξστίλλιον ἐπικαλούμενον Αὔγουστον ἀντωνόμασε Δ. Κάσσ. 55. 6. ΙΙ. μεταχειρίζομαι ἐν τῷ λόγῳ ἀντονομασίας (ἴδε τὴν λέξιν), Ἀριστοφ. Θεσμ. 55. 2) μεταχειρίζομαι τὴν ἀντωνυμίαν, ἀλλ’ ὁπηνίκα συνθέτως ἀντονομάσαι βούλεται, κτλ., Εὐστ. 103. 23· ἀντ. τινὰ Ἀπολλών. π. Συντάξ. 192.
Greek Monolingual
ἀντονομάζω (AM)
μεταχειρίζομαι αντωνυμία
αρχ.
1. δίνω νέο όνομα σε κάτι, μετονομάζω
2. χρησιμοποιώ στον λόγο αντονομασίες ή ρητορικά σχήματα.
Greek Monotonic
ἀντονομάζω: μέλ. -σω, ονομάζω αντί άλλου, αποκαλώ με καινούριο όνομα, σε Θουκ.