ξενηλατέω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
banish foreigners, in Pass., Ar.Av.1013, Plb.9.29.4, D.S.40.3.
German (Pape)
[Seite 276] Fremde vertreiben; ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται, Ar. Av. 1012; Sp., ἐκ πάσης ἐξενηλατοὖντο τῆς Ἑλλάδος, Pol. 9, 29, 4; übtr., Plut. Symp. 8, 7, 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
bannir les étrangers.
Étymologie: ξένος, ἐλατός, au sens de ἐλατήριος.
Russian (Dvoretsky)
ξενηλᾰτέω: изгонять чужеземцев (ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι Arph.; ἐκ πάσης τῆς Ἑλλάδος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ξενηλᾰτέω: ἐκδιώκω, ἐξορίζω τοὺς ξένους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1013, Πολύβ. 9. 29, 4.
Greek Monotonic
ξενηλᾰτέω: (ἐλαύνω), μέλ. -ήσω, εκδιώκω, εξοστρακίζω, εξορίζω τους ξένους, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ξενηλᾰτέω, fut. ξενηλᾰτήσω ἐλαύνω
to banish foreigners, Ar.