bold
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English > Greek (Woodhouse)
adjective
brave: P. and V. ἀνδρεῖος, ἀγαθός, θρασύς, τολμηρός, εὔψυχος, Ar. and V. ἄλκιμος (rare P.), V. εὔτολμος, εὐθαρσής (also Xen.), θρασύσπλαγχνος, ταλαίφρων, τλήμων, εὐκάρδιος, P. θαρσαλέος; see fearless.
in bad sense: P. and V. θρασύς, τολμηρός, V. ταλαίφρων, τλήμων, P. θαρσαλέος.
reckless: Ar. and P. ἰταμός; see reckless.
bold of speech: V. θρασύστομος, ἐλευθερόστομος.
be bold, v.: P. and V. θαρσεῖν, θρασύνεσθαι, τολμᾶν, Ar. and V. τλῆναι (2nd aor. of τλᾶν).
be bold in speech, v.: V. θρασυστομεῖν, ἐλευθεροστομεῖν, ἐξελευθεροστομεῖν, P. παρρησιάζεσθαι.