ἀσπερχές
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
hotly, unceasingly, Hom., who uses only the neut. form as adverb, especially in phrase ἀσπερχὲς μενεαίνεις Il.4.32; ἀ. κεχολῶσθαι 16.61, al. (ἀ- intens., σπέρχομαι.)
Spanish (DGE)
sólo neutr. como adv. incesantemente, ardientemente ἀσπερχὲς μενεαίνεις Ἰλίου Il.4.32, cf. 22.10, Od.1.20, Ἕκτορα δ' ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπ' ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.22.188, ἀσπερχὲς κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν Il.16.61
•sin interrupción εἰσόκε πάντας ἀντιβίην ἀσπερχὲς ὀρινομένους ἐδάιξαν hasta que acabaron con todos los que atacaban sin tregua A.R.1.1002, ἀσπερχὲς ... πάϊς ἤρχετο δίη Eudoc.Cypr.91B.
• Etimología: Comp. en *-ες de σπέρχω q.u. c. ἀ- intensiva.
German (Pape)
[Seite 373] (σπέρχω), heftig, leidenschaftlich, unablässig; μενεαίνειν Iliad. 4, 32. 22, 10 Od. 1, 20; κεχολῶσθαι Iliad. 16, 61; Ἕκτορα ἀσπερχὲς κλονέων ἔφεπε 22, 188; πάρεχον 18, 556; auch Eur. fr. Dan. 51. Die Natur des α ist zweifelhaft.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec ardeur, sans trêve, sans relâche.
Étymologie: ἀ- prosth., σπέρχω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπερχές: adv. безостановочно, беспрестанно, неутомимо Hom.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπερχές: ἐσπευσμένως, σφοδρῶς, θερμῶς, ἀπαύστως, Ὅμ., ὅστις μεταχειρίζεται μόνον τὸν οὐδ. τοῦτον τύπον, ὡς ἐπίρρ. ἰδίως ἐν ταῖς φράσ. ἀσπερχὲς μενεαίνειν Ἰλ. Δ. 32· ἀσπ. κεχολῶσθαι Π. 61, κτλ. (Παρὰ τὸ α ἐπιτατικὸν καὶ τὸ σπέρχομαι, εἶμαι ὀξύθυμος, ὀργίλος, ἐκτὸς ἂν παραδεχθῶμεν τὴν γνώμην τοῦ Ἑρμάννου, ὅστις παράγει αὐτὸ ἐκ τοῦ ἐνεργ. σπέρχω καὶ τοῦ στερητ. α).
English (Autenrieth)
(σπέρχω): vehemently; ‘busily,’ Il. 18.556.
Greek Monolingual
ἀσπερχές επίρρ. (Α)
ακατάπαυστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (αθροιστικό-επιτακτικό) + πιθ. σπέρχος, το (< σπέρχομαι), του οποίου το ένσιγμο θ. εναλλάσσεται με το επίθημα -nο-στον τ. σπερχνός (πρβλ. έρεβος-ερεμνός)].
Greek Monotonic
ἀσπερχές: (α ευφωνικό, σπέρχω), ουδ., χρησιμ. ως επίρρ., εσπευσμένα, σφοδρά, βίαια, σε Όμηρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: unceasingly (Il.).
Origin: IE [Indo-European] [998] *sperǵh- 'be in haste
Etymology: With a copulativum (intensivum) directly from σπέρχω (be in) haste; Chantr. Form. 427.
Middle Liddell
σπέρχω [a neut. form used as adv.]
hastily, hotly, vehemently, Hom.
Frisk Etymology German
ἀσπερχές: {asperkhés}
Grammar: Adv.
Meaning: eifrig, heftig, unablässig (Hom.).
Etymology: Mit a copulativum (intensivum) direkt von σπέρχω drängen, einherstürmen (s. d.) gebildet; vgl. Chantraine Formation 427.
Page 1,168